
Και να που μείναμε εδώ…
Δέσμιοι του μυαλού και της λογικής μας
Εμείς οι δύο…
Μείναμε μόνοι να κοιτάμε το καράβι της ζωής να ξεμακραίνει, τα χρόνια μας να φεύγουν
Έμειναν μόνα τους τα χέρια δίπλα δίπλα στην παραλία.
Και τα δάχτυλα να έλκονται και να απωθούνται ταυτόχρονα.
Τα βλέμματα προσέχουν μην τύχει να συναντηθούν…κι όμως το θέλουν πολύ.
Τα μάτια να κοιτάζουν την ένωση του ουρανού και της θάλασσας.
Την ένωση του γαλάζιου και του μπλε.
Την ένωση της ελπίδας και της θλίψης,
Της ζωής και του θανάτου.
Και στο κέντρο ο ήλιος που δύει πολύχρωμος μα κουρασμένος σε μια προσπάθεια να μεταδώσει λίγη απ’ τη λάμψη και τα χρώματά του στον ουρανό και τη θάλασσα.
Μάταια … είναι τόσο κουρασμένος που ασθενεί και χάνεται στο μπλε τους.
Σε λίγο σβήνουν και τα χρώματα
και μείναμε εμείς.
Αργότερα ήρθε η νύχτα συντροφιά μας…
Έφερε μαζί της τον κρύο αέρα που ήρθε να ψυχράνει την ατμόσφαιρα.
Κι εμείς ακόμα εκεί ακίνητοι κι αμίλητοι
Και τα χέρια, τα βλέμματα, τα μάτια εκεί κι αυτά.
Ο αέρας με φοβίζει τη νύχτα, σου είπα, αλλά δεν θέλω να φύγω.
Κι εσύ φοβόσουν. Το ξέρω. Το νιώθω. Μα δεν θέλεις ούτε κι εσύ να φύγεις.
Σαν να φοβόμασταν κι οι δύο μην χαλάσει η στιγμή και δεν ξαναβρεθούμε ποτέ εκεί οι δυο μας.
Κι η νύχτα φαίνεται ήθελε να μείνουμε εκεί.
Μα η θάλασσα… η θάλασσα; Τι ήθελε η θάλασσα;
Η θάλασσα απλώς ήθελε το τελευταίο κομμάτι στο πάζλ να είναι ευχάριστο φινάλε ή ίσως αισιόδοξη εκκίνηση.
(καλοκαίρι 2005)