23.1.23

Μικρές ιστορίες για «μεγάλους» ανθρώπους: Ο παππούς μου

 

Λένε πως τα παιδιά που μεγαλώνουν ερχόμενα σε επαφή με τους παππούδες και τις γιαγιάδες είναι πιο ευτυχισμένα, έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και μπορούν να αντιμετωπίζουν πιο εύκολα δυσκολίες και τραύματα της παιδικής ηλικίας.

Δεν μπορώ να προσδιορίσω σε ποιο βαθμό συνέβη αυτό σ’ εμένα αλλά ένας από τους λόγους που αισθάνομαι τυχερή είναι γιατί ήρθα στον κόσμο σε μια οικογένεια με πολλή αγάπη από νέους γονείς και γνώρισα τους τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου.

Υπήρξαν άνθρωποι απλοί, παραδοσιακοί θεματοφύλακες των αξιών τους. Όμως, ο παππούς ο Ανδρέας, ο μπαμπάς της μητέρας μου, για κάποιο λόγο ανέκαθεν κέρδιζε την προσοχή και το ενδιαφέρον μου.

Οι πρώτες αναμνήσεις – ο δυνατός παππούς

Σαν παιδί θυμάμαι έναν δυνατό άνθρωπο, γέρο νόμιζα τότε σε σχέση με τον μπαμπά μου, που μπορούσε να κάνει καλά πολλά πράγματα μόνος του. Αγαπούσε τη γη και τα χωράφια του και σαν επαγγελματίας γεωργός προλάβαινε πάντα τις ανάγκες τους και φρόντιζε για την παραγωγή τους. Ασχολήθηκε με τα μελίσσια και παρέδωσε στο μπαμπά γνώσεις και κυψέλες με αγάπη και υποστήριξη.

Αλλά ήταν και «μάστορας»∙ μπορούσε να φτιάξει οτιδήποτε με υλικά που υπήρχαν γύρω του. Ήμασταν το πρώτο σπίτι στο χωριό που είχε δική του χειροποίητη κούνια – έτσι δε χρειαζόταν να πηγαίνουμε στο πάρκο που είτε είχαν σπάσει οι κούνιες είτε ήταν κατειλημμένες. Στο ένα αμπέλι μάς είχε φτιάξει μια «καλύβα» για να τρώμε και να παίζουμε στη σκιά. Σε άλλο χωράφι έφτιαξε μια δεξαμενή κι έχτισε και μια μικρή αποθήκη. Στα νιάτα του, λέει, ήταν οικοδόμος – χτίστης και κάποια στιγμή σε ανύποπτο χρόνο έμαθα πως δεν αρκέστηκε στις υποτυπώδεις γνώσεις της τότε σχολής, αλλά πήγε και για μετεκπαίδευση στα Χανιά. «Έχεις και μεταπτυχιακό, παππού!» τον πείραζα.

Κάθε απόγευμα ή και μεσημέρι μόλις επέστρεφε από τον κάμπο, σαν τελετουργία, έκοβε μόνος του μια ντομάτα σε μικρά κομμάτια, την «χιόνιζε» στο αλάτι και την έτρωγε ενίοτε πίνοντας και μια ρακή.

Η γιαγιά

Κάποτε είχε πει πως του είχαν κάνει προξενιό μια άλλη γυναίκα, την αδερφή της γιαγιάς. Αλλά δεν ήθελε. Δεν ήταν έτοιμος λέει. Αυτή η ιστορία βέβαια δεν επιβεβαιώνεται από τη γιαγιά. (Δεν της άρεσε η εκδοχή; Δεν τη γνώριζε; Ή δε θέλει να θυμάται; Δεν έμαθα αλλά αισιοδοξώ να μάθω.) Αργότερα ζήτησε τη γιαγιά σε γάμο. Κατά πολλά χρόνια νεότερή του. Έκαναν οικογένεια, μεγάλωναν μαζί. Δεν εκδήλωναν ποτέ την αγάπη τους φανερά. Όταν όμως κάποτε η γιαγιά χτύπησε και νοσηλεύτηκε για μέρες, ο παππούς την αναζητούσε. Έπινε τη ρακή του με το «χιονισμένο» στο αλάτι μεζέ του αναφωνώντας «Μπρέσυ Ερήνη! Πού είσαι Ερήνη!». Του έλειπε αλλά δεν το ομολογούσε.

Η στάση ζωής του

Αγόρασε οικόπεδο στην πόλη κι έφτιαξε σπίτια για τα παιδιά του, θέλοντας να τα βοηθήσει να ζήσουν καλύτερα από τη ζωή στο χωριό. Και αφού τα πάντρεψε, άρχισε να ψάχνει για ενδιαφέρουσες εκδρομές. Έπαιρνε τη γιαγιά, νέοι ακόμη όντες, και πήγαιναν μαζί ταξίδια! Πήγαν κρουαζιέρα στην Ιταλία, προσκύνημα στους Αγίους τόπους και την Αίγυπτο, εκδρομή στα Γιάννενα και τα Μετέωρα. Ονειρευόταν να πάει και στη Βουλγαρία αλλά μετά άρχισε να δυσκολεύεται και να βαραίνει. Ευτυχώς δεν το έβαλαν κάτω. Πάλι μαζί με τη γιαγιά πήγαν 1-2 φορές για ιαματικά λουτρά στην Ικαρία. Τους χαιρόμουν και τους θαύμαζα. Και του το έλεγα. Τον παρακινούσα να ταξιδεύουν περισσότερο. Κι εκείνος μοιραζόταν μαζί μου τις αναμνήσεις του. «Είναι μεγάλη περιουσία η ανάμνηση» μου είπε μια φορά. Και το κράτησα. Το έγραψα αμέσως στο σχολική μου γραμματική – το ευαγγέλιο – για να μην το ξεχάσω.

Ήταν εκείνος ο παππούς που όταν δεν ήταν στα χωράφια και στην αποθήκη στα μαστορέματά του, καθόταν στη βεράντα, φόραγε τα γυαλιά του και διάβαζε. Διάβαζε ό,τι υπήρχε μπροστά του. Ο μπαμπάς του έφερνε εφημερίδες κι εγώ σαν φοιτήτρια φρόντιζα σε κάθε επίσκεψή μου να του φέρνω κι από ένα βιβλίο. Πιστεύω πως αυτή του η συνήθεια τον κράτησε διαυγή μέχρι το τέλος.

Του άρεσε η παρέα. Απολάμβανε να κουβεντιάζει, να μας λέει ιστορίες. Ακόμη κι αν η σωματική κούραση του επέβαλε να αποσυρθεί για ύπνο, εκείνος προσπαθούσε να μένει όσο το δυνατόν περισσότερο με την παρέα, ακόμη και το τελευταίο καλοκαίρι του, στα 96 του χρόνια. Βέβαια η στάση του αυτή ίσως επιβαλλόταν από την αίσθηση φιλοξενίας που είχε. Ήθελε στο σπίτι του αν νιώθουν όλοι ευπρόσδεκτοι. Δεν το έλεγε ποτέ. Απλώς το υλοποιούσε. Δεν είναι τυχαίο που ο μπαμπάς μου και γαμπρός του ένιωθε σαν στο σπίτι του, ενώ το πατρικό του βρίσκεται 50 μέτρα πιο πέρα.

Η πολιτική

Πάντα ένθερμος υποστηρικτής του ΠΑΣΟΚ. Ένθερμος αλλά ποτέ αγενής. Δεν τον θυμάμαι να λογομαχεί ποτέ για τα πολιτικά ζητήματα. Όμως είχε γνώμη κι ενημερωνόταν. Μετά απογοητεύτηκε και σταμάτησε να συζητά για πολιτική. (Ίσως η αγάπη μου γι’ αυτόν και η μακρά ηρεμία των τελευταίων χρόνων να έχουν επηρεάσει τη μνήμη μου.)

Η τελευταία φορά που θυμάμαι ήταν στο δημοψήφισμα του 2015. Ήθελε να ψηφίσει. Και είχε γνώμη. Αλλά με πήρε παράμερα να μην μας ακούσει κανείς. «Εγώ δε θα ζήσω για πολύ. Όμως εσείς είστε το μέλλον. Ποιο μέλλον θέλεις; Ποιο θα είναι καλύτερο για εσάς; Ότι μου πείς.» Δεν ήθελα να του πω. Επέμενα. Είχε γνώμη. Ενημερωνόταν περισσότερο από εμένα. Σκεφτόταν με διαύγεια και αντικειμενικότητα. Ποτέ δεν πήρε «σταυρωμένο φακελάκι». Και σε εκείνη την τόσο αμφίρροπη στιγμή, με την απίστευτα μονοδιάστατη τηλεοπτική προπαγάνδα, εκείνος δε φανατίστηκε. Αντίθετα έκρινε την σοβαρότητα της κατάστασης, αλλά δεν ήθελε η δική του κρίση να αποτελέσει τροχοπέδη για τους νέους. (Που να φανταζόταν τη ματαιότητα του εγχειρήματος;)

Τα τελευταία χρόνια

Τα τελευταία χρόνια είχε βαρύνει πολύ, κυρίως ψυχολογικά. Είχε προβλήματα με την πήξη του αίματος και με την καρδιά του. Δεν έβλεπε καλά και κουραζόταν πολύ να διαβάζει, επομένως πάει η αγαπημένη του ασχολία. Αλλά εκείνο που τον στενοχωρούσε πολύ ήταν που δεν άκουγε. Δεν μπορούσε να συμμετέχει εύκολα σε κουβέντα. Άκουγε όλη η γειτονιά.

Βρήκε άλλη δραστηριότητα. Άρχισε να φτιάχνει τις κατόψεις των σπιτιών της γειτονιάς και να σχεδιάζει στο χαρτί πιθανές αλλαγές σε ενδεχόμενη συντήρηση/ ανακαίνιση. Χωρίς να του το ζητήσει κανείς. Έτσι, για να μην βαριέται. Κάποια τα έκανε και «τρισδιάστατα» χρησιμοποιώντας ξύλινα κομμάτια και κολλώντας πάνω τους το χάρτινο σχέδιο.

 Είχε κουραστεί και συχνά έλεγε πως αισθάνεται «απογοήτευση». Διακρίναμε μια παραίτηση. Φέραμε ψυχολόγο. Γαλήνεψε για λίγο.

Σαν να είχε κουραστεί να ζει. Ετοιμαζόταν να φύγει «για το μεγάλο ταξίδι» - έτσι μου έλεγε όποτε τον παρακινούσα για μια ακόμη εκδρομή. Ήταν αξιοπρεπής. Δεν ήθελε να καταπέσει και να επιβαρύνει κανέναν.

Το τέλος

Έφυγε από κοντά μας την παραμονή Χριστουγέννων του 2022. Δεν ταλαιπώρησε κανέναν. Εγκεφαλικό και κορονοϊός ταυτόχρονα. Σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Ευτυχώς δεν ήταν μόνος. Μαζί του ήταν και η γιαγιά, που διαγνώστηκε κι αυτή θετική στον κορονοϊό, όταν μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο με τα συμπτώματα που εγκεφαλικού. Παρά τη διαφορά ηλικίας τους, στάθηκε πάντα δίπλα του βράχος, μέχρι το τέλος.

16.1.23

Το Εγώ στο Ε.Σ.Υ. (μέρος Β΄: σκέψεις και συμπεράσματα)

 

Μεγάλη μερίδα πολιτών ακούγοντας «Δημόσιο νοσοκομείο» σκέφτεται: μεγαλογιατροί με…τουπέ, φακελάκια, νοσοκόμες και τραυματιοφορείς δημόσιοι υπάλληλοι που κάπως βολεύτηκαν σε μια θέση, παλιό κτήριο, ανεπαρκής εξοπλισμός, ασθενείς που δεν είχαν άλλη επιλογή.

Εγώ σκεφτόμουν: μικρόβια, κόσμος από κάθε καρυδιάς καρύδι, καλοί γιατροί αλλά κουραστικό και ψυχοφθόρο σύστημα αναμονής.

Η ευτυχώς σύντομη εμπειρία μου στα επείγοντα αλλά και ως νοσηλευόμενη στη Β΄ Παθολογική με έκαναν να σκεφτώ περισσότερο και να επιβεβαιώσω την αρχή μου, να μην κρίνω κάτι αν δεν έχω πλήρη εικόνα. Τι εννοώ;

1ον: Γιατροί:

Ειδικευόμενοι και καθηγητές πάντα σχολαστικοί και με ειλικρινές ενδιαφέρον για τον ασθενή. Ακόμη και τις πρώτες πρωινές ώρες, στο τέλος της βάρδιας, ακόμη και το μεσημέρι, την ώρα που κανονικά θα είχαν σχολάσει.

Φακελάκι δεν είδα. Δεν ξέρω αν υπάρχει, αλλά εγώ δεν είδα.

Είδα όμως έναν (δεν ξέρω τι ήταν; Μεγαλογιατρός; Διοικητής; Διευθυντής σε κάποιο τμήμα; Δεν ξέρω… μεγάλο κεφάλι πάντως) ειδική κατηγορία από μόνος του. Ο τύπος ήθελε να «βολέψει» σε θάλαμο ένα γνωστό του κι επειδή δεν έβρισκε την προϊσταμένη στο τηλέφωνο ήρθε και μίλησε με αγένεια σε όλο το προσωπικό επειδή τάχα δεν σηκώνουν τα τηλέφωνα… (Επειδή ήμουν παρούσα και το κρεβάτι μου ήταν μπροστά στην υποδοχή, άκουσα όλα τα τηλέφωνα. Όλα απαντήθηκαν και σ’ εκείνη τη βάρδια δε λούφαρε κανείς.) Απλώς, όπως αποδείχτηκε αφού είχε κατσαδιάσει κι αναστατώσει όλη τη Β΄ παθολογική, έπαιρνε σε λάθος τηλέφωνο… στο τηλέφωνο του γραφείου της προϊσταμένης, η οποία δεν μπήκε ποτέ για να το ακούσει, αφού σε όλη τη βάρδια έτρεχε από θάλαμο σε θάλαμο κι από τηλέφωνο σε τηλέφωνο για τη δουλειά.

2ον: Νοσηλευτικό προσωπικό:

Εδώ είδα 2 κατηγορίες: Α) αυτούς που έκαναν όσα λιγότερα μπορούσαν για να περάσει γρήγορα η βάρδια – και ευτυχώς δηλαδή. Αν σου πάρει αίμα κάποιος από αυτήν την κατηγορία… την έβαψες… Αυτούς τους ξεχώριζες εύκολα. Κι αν δεν τους έβλεπες, ήταν απ’ αυτούς που έλεγαν «εγώ δε θα σε πονέσω καθόλου!».

Β) αυτούς που έρχονταν νωρίτερα, ενημερώνονταν για τους ασθενείς, έκαναν τη δουλειά τους με μεράκι, χωρίς να τους επισημάνει κανείς τίποτα, γρήγορα, αποτελεσματικά, ακούραστα. Δε σχολίαζαν αλλά απαντούσαν πάντα στις ερωτήσεις με κατανόηση και συμπόνια. Σ’ αυτή την κατηγορία θα βάλω και την προϊσταμένη – ακούραστη κι αυτή με πλήρη επίγνωση της κατάστασης (ασθενών και συναδέλφων), με ευγένεια αλλά και πυγμή για να επιβληθεί όποτε χρειάστηκε. Μιλούσε στα τηλέφωνα, συντόνιζε και τακτοποιούσε κάθε εκκρεμότητα, από τις εξετάσεις και την μέριμνα των ασθενών, τις βάρδιες του νοσηλευτικού προσωπικού, τις προμήθειες των φαρμάκων, ακόμη και τα κλινοσκεπάσματα. Αυτή η κατηγορία σε τίποτα δεν έμοιαζε στους δημοσίους υπαλλήλους των στερεοτύπων.

3ον: Οι κτηριακές υποδομές:

Το εν λόγω νοσοκομείο έχει πτέρυγες που χτίστηκαν σε 5-6 διαφορετικές εποχές. Από την εποχή του Βενιζέλου οι πρώτες, μέχρι τι 2020 η τελευταία. Αναλόγως με την παλαιότητα φυσικά πάει και η αισθητική και το κλίμα που αποπνέει. Εγώ ήμουν τυχερή γιατί νοσηλεύτηκα στο πιο καινούριο κτήριο. Ωστόσο παντού υπήρχε μέριμνα για καθαριότητα. Βέβαια οι ανελκυστήρες δεν ήταν πάντα διαθέσιμοι αλλά το σύστημα αναμονής και γραφειοκρατίας είχε βελτιωθεί σημαντικά. Οι γιατροί είχαν πρόσβαση σε εξετάσεις ψηφιακά άμεσα και γρήγορα.

4ον: Εξοπλισμός:

Δε λέω, εγώ δε στερήθηκα τίποτα. Ένα χάπι μόνο τη μέρα του εξιτηρίου. Αλλά δε με ένοιαζε γιατί το πήρα απ’ έξω. Εκεί όμως που γελάει ο κόσμος ήταν στις μάσκες… Μάσκες υπήρχαν διαθέσιμες αλλά εκείνες οι παλιές χειρουργικές. Μόνο όσοι έμπαιναν σε θάλαμο με κρούσμα κόβιντ μπορούσαν να προμηθευτούν πιο καλή μάσκα τύπου ffp2. Επομένως, γιατροί και νοσηλευτές παίζουν την υγεία τους κορώνα γράμματα αν δεν φέρουν οι ίδιοι απ το σπίτι τους πιο αξίοπιστη μάσκα. Και είμαι σχολαστική σ’ αυτό γιατί έτυχε κρούσμα που διαγνώστηκε με κόβιντ τη 2η μέρα νοσηλείας του. Πιθανότατα υπήρξε διασπορά του ιού.

5ον ασθενείς και συνοδοί:

Ασθενείς πολλοί. Συνοδοί ευτυχώς λίγοι αλλά κάθε καρυδιάς καρύδι. Η μια ξάπλωνε μαζί με την άρρωστη μητέρα της στο κρεβάτι. Η άλλη άφησε τη νύχτα  μόνη της την άρρωστη μητέρα της για να πάει να κοιμηθεί, κι όταν την πήραν τηλέφωνο πως η μητέρα ήταν ανήσυχη, ήρθε και την πήρε να φύγουν για κοιμηθούν στο σπίτι – λες και στο νοσοκομείο ήταν ξενοδοχείο. Βέβαια είδα κι εκείνη την ευγενική κυριά, σαν νονά νεράιδα, με πλησίασε «κορίτσι μου, τι χρειάζεσαι; Τι να σου φέρω; Θέλεις μια πορτοκαλάδα; Ότι χρειαστείς να μου το ζητήσεις. Δεν είσαι μόνη σου.»

Πόσα πράγματα μπορεί να μας διδάξει μια σύντομη εισαγωγή στο ελληνικό δημόσιο νοσοκομείο; Ποιες σκέψεις και αισθήματα μας διεγείρει; Μπορούμε άραγε από μια τέτοια εμπειρία να εξάγουμε συμπεράσματα γενικότερα για το Ε.Σ.Υ. αλλά και για την κοινωνία ολόκληρη; Εγώ έμαθα πως αν δεν δεις τα πράγματα από μέσα δεν έχεις δικαίωμα να κρίνεις. Κι αν κρίνεις, μάλλον θα πέσεις σε πλάνη.

Φεύγοντας με αποχαιρέτησαν και μου είπαν: «Τι θα άκουσες κι εσύ 2 μέρες εδώ; Σε ζαλίσαμε…»

«Τι περνάτε είδα» τους απάντησα. «καλή δύναμη σας εύχομαι!»

Εγώ στο Ε.Σ.Υ. (μέρος Α΄: γεγονότα και προσωπική εμπειρία)

 

9/01/23

Η νέα χρονιά ξεκίνησε για μένα πιο μελαγχολικά και με … δέκατα… Έχοντας χάσει προ λίγων ημερών τον παππού μου, ξημέρωσε μελαγχολικά η 2η μέρα της νέας χρονιάς, μιας χρονιάς με κυρίαρχη ευχή την υγεία. Μόνο που από τα… δέκατα της Πρωτοχρονιάς, φτάσαμε στον πυρετό και τη δύσπνοια. Και για να μην φλυαρώ, ξημερώματα 3ης Ιανουαρίου, ο πυρετός και η δύσπνοια με οδήγησαν σχεδόν «σηκωτή» στο δημόσιο νοσοκομείο.

Στα επείγοντα επικρατούσε ησυχία 5:15 το πρωί που έφτασα συνοδευόμενη από το σύζυγο. Χτύπησα την πόρτα, δεν πήρα απάντηση, άνοιξα την πόρτα και μια μεγάλη αίθουσα με γιατρούς, νοσηλευτές, ασθενείς απλώνεται στα μάτια μου. Μια νοσοκόμα με βλέπει ύστερα από λίγο και με πλησιάζει. Αφού της εξηγώ τα συμπτώματα μου προσφέρει καρέκλα και κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για να πάρω σειρά στις γιατρούς.

Η σειρά μου δεν αργεί και η ειδικευόμενη γιατρός με περισσή σχολαστικότητα αρχίζει τις εξετάσεις. Θερμόμετρο, οξυγόνο, πίεση, ακτινογραφίες, αιματολογικές… όλο το πακέτο. Και μετά πρέπει να περιμένουμε τα αποτελέσματα… Μια ώρα μου είπαν, αλλά έφτασε σχεδόν μιάμιση.

Ο πονοκέφαλος με τρελαίνει. Δεν μου αφήνει περιθώρια αντοχής και υπομονής. Μπαίνω στην αίθουσα κρατώντας τις ακτινογραφίες. Με βλέπουν, αλλά εξετάζουν άλλους ασθενείς. Εν τω μεταξύ στη λήξη της εφημερίας τα επείγοντα έχουν περισσότερο κόσμο. Μα πως; Έρχεται πάλι η σειρά μου. Σχεδόν κλαίγοντας διαμαρτύρομαι για τον πονοκέφαλο. Μου δίνουν παυσίπονο αλλά δεν έχουν ακόμη αποτελέσματα για τις εξετάσεις μου. Πρέπει να περιμένω.

Η κούραση και ο πόνος μου απαιτούν με γκρίνια να πάω στο κρεβάτι μου. Οι γονείς, που τους ξυπνήσαμε άρον άρον για να αναλάβουν το μικρό,  αρχίζουν τα μηνύματα ανησυχίας κι ενδιαφέροντος.  Η ώρα περνάει κι εμεί εκεί. Ξέρω πως δεν θα έχω αντοχή για το υπόλοιπο της μέρας. Σκέφτομαι όλα αυτά που είχα προγραμματίσει και που πρέπει να ακυρώσω μόλις η ώρα γίνει πιο κατάλληλη. Θέλω να φύγω, να γυρίσω στο ζεστό μου κρεβάτι, να πάρω παυσίπονα και να κοιμηθώ. Και η δύσπνοια; Αυτή τη φοβάμαι ακόμα.

Μπαίνω ξανά στην αίθουσα, διακριτικά κοιτάζω τη γιατρό από απόσταση να δίνει τις δικές της μάχες: μια ηλικιωμένη ασθενής και η συνοδός της που δεν δύνανται να δώσουν το ιατρικό ιστορικό (υποπτεύομαι εγκεφαλικό), ένας τύπος ασθενής απ’ αυτούς που μπαινοβγαίνουν σαν στο σπίτι τους, οι συνάδελφοι που αρχίζουν να σχολούν και το προσωπικό αποδεκατίζεται, η κούρασή της (ήταν ήδη περασμένες 9 και η εφημερία της είχε τελειώσει απ΄ τις 8 –  ποιος ξέρει από τι ώρα ήταν εκεί…) Με βλέπει. Νιώθει το παράπονό μου χωρίς να μιλήσω. Με κοιτάει «Περίμενέ με έξω, ζορίζομαι τώρα». Δεν με ήξερε. Δεν προσβλήθηκα. Έμοιαζε με κραυγή απόγνωσης που ζητούσε κατανόηση. Θα μπορούσε να ‘ναι φίλη μου σκέφτηκα. Βγήκα και περίμενα.

Ύστερα από λίγο με καλεί. «Λοιπόν, έχω τις εξετάσεις σου. Πέρα από την πνευμονία που φαίνεται στην ακτινογραφία, είναι άλλη μια ουσία ανεβασμένη στο αίμα σου, η οποία μπορεί να προκαλέσει περικαρδίτιδα. Θα κάνουμε εισαγωγή για να το παρακολουθήσουμε.» Απόλυτα, κοφτά, χωρίς περιθώρια να το... παζαρέψω και να φύγω. Έβαλα τα κλάματα. Ήθελα τέτοιες μέρες γιορτινές να είμαι σπίτι μου με φίλους και με την οικογένειά μου. Κι ας μην γιορτάζω. Ήθελα να παίξω με το μικρό μου. Προσπάθησα να αποτρέψω την εισαγωγή αλλά… μάταια.

«Πάρε να της κανονίσεις ένα κρεβάτι στο διάδρομο, σε εμάς πάνω, στη Β΄ Παθολογική.» Άκουσα μια πιο μεγάλη γιατρό να λέει στην ειδικευόμενη. Δεν ασχολήθηκα με το διάδρομο. Ήθελα να είμαι σπίτι μου. Ένα δωμάτιο νοσοκομείου δε θα με παρηγορούσε. Για κάποιο λόγο αισθάνθηκα πως θέλει να με προστατέψει.

Ακολουθήσαμε όλες τις διαδικασίες, τη διαδρομή (χωρίς ασανσέρ στο 2ο όροφο – αυτό ήταν η χαριστική βολή που μου έδειξε την αδυναμία μου). Φτάσαμε μετά από λίγο στην υποδοχή της κλινικής. Νέο κτήριο, καθαρό, φωτισμένο, περιποιημένο και κόσμος πολύς.

Η προϊσταμένη προσπαθούσε να συνεννοηθεί απ’ το τηλέφωνο με μια συνάδελφό της μάλλον… περιορισμένης ευθύνης. Κλείνει το τηλέφωνο και μας βλέπει. Μας περίμενε. «Έλα κορίτσι μου, εδώ στρώσαμε το κρεβάτι σου. Σου χρωστάω ένα μαξιλάρι και μια κουβέρτα.» Ένα κρεβάτι δανεικό από άλλη κλινική, στρωμένο με καθαρά σεντόνια ακριβώς μπροστά στην υποδοχή. Σαν να λέμε πρώτο τραπέζι πίστα. Και μετά γυρίζει στις νοσηλεύτριες: «Το κορίτσι κάνει εισαγωγή. Ελάτε, σας παρακαλώ.» Σαν καλοκουρδισμένα ρομποτάκια άρχισαν να με βοηθούν να βγάλω το παλτό μου και να μου χορηγούν… τα φάρμακα και τον ορό. Ούτε ξέρω πόσα ενέσιμα και χάπια μου έδωσαν. Σχεδόν σοκαρισμένη, πολύ λυπημένη και αφάνταστα κουρασμένη. Το πήρα απόφαση. Δεν θα με αφήσουν να φύγω. Έδιωξα το σύζυγο, να πάει στο παιδί και στη δουλειά του. Δε μπορούσε να με βοηθήσει, δεν μπορούσε να με έχει αγκαλιά να με παρηγορήσει, δε χρειαζόμουν κάτι άμεσα, τουλάχιστον ας μείνει υγιής κοντά στο μικρό. Τόσος κόσμος, μικρόβια, γιατί να ταλαιπωρείται;

Εκεί πέρασα τις επόμενες 30 ώρες. Δεν αισθανόμουν άνετα να ξαπλώσω. Πως ξαπλώνεις στο σαλόνι κάποιου, ο οποίος έχει συνεχώς επισκέψεις; Δεν άντεχα, λύγισα. Κάθισα πάνω στο κρεβάτι κι έγειρα τον ώμο μου. Η όψη μου απ’ ότι κατάλαβα όχι απλώς δικαιολογούσε την εισαγωγή αλλά προβλημάτιζε κιόλας τους γιατρούς που έβλεπαν το ιστορικό μου. Μου έκαναν εξετάσεις, με πήγαν βόλτα στην καρδιολογική για άλλες εξετάσεις με το καροτσάκι (άλλη εμπειρία κι αυτή!) Ευτυχώς κατά το μεσημέρι κατάφερα να κοιμηθώ. Ανέκτησα δυνάμεις κι εστίασα την ενέργειά μου στο να ξεκουραστώ και να γίνω καλά όσο μπορώ πιο γρήγορα.

Όσο περνούσε η ώρα επιβεβαιώθηκε η εντύπωσή μου. Η μεγάλη γιατρός στα επείγοντα ήθελε να με προστατέψει. Με έστειλε σε ένα περιβάλλον όπου με ανέλαβαν με ενδιαφέρον και υπομονή άνθρωποι, σαν άνθρωπο.

Τις ώρες που πέρασα εκεί μη έχοντας τι άλλο να κάνω (πόσο εύκολα να συγκεντρωθώ στα βιβλία που μου έφερε ο σύζυγος με τόσο κόσμο;) παρατηρούσα στους θαμώνες. Ασθενείς από κάθε «συνομοταξία», συνοδούς ασθενών από άλλο ανέκδοτο, γιατρούς υπεύθυνους και σοβαρούς, νοσηλεύτριες με προσοχή συγκέντρωση και μεράκι αλλά και κάποιες άλλες με μόνη έννοια την ανανέωση του μανικιούρ, διευθυντές με έπαρση και ύφος 100 καρδιναλίων αλλά και μια κυρία που απλώς με είδε μόνη μου και με ρώτησε τι χρειάζομαι να μου φέρει. Περίεργο ψηφιδωτό, μα για αυτό θα κάνω άλλη ανάρτηση.

Κάθε αλλαγή βάρδιας έψαχνα ανάμεσα στις νοσηλεύτριες και τους νοσηλευτές μια φυσιογνωμία να μπορώ να απευθυνθώ αν κάτι χρειαστώ – είχα το προνόμιο να είμαι εκεί μπροστά, ανάμεσά τους, ας το εκμεταλλευτώ 😉.

Υπήρξαν εύκολες κι άλλες πιο δύσκολες στιγμές. Τη νύχτα υποτροπίασα. Πυρετός και πονοκέφαλος. Η δύσπνοια έγινε πανικός. Ευτυχώς μόλις το είπα έτρεξαν γιατροί διανυκτερεύοντες και νοσηλεύτριες. Άφησαν ότι έκαναν – και άλλους ασθενείς – κι έτρεξαν. Ένα παυσίπονο και κάτι άλλο μάλλον κορτιζονούχο κι έτοιμη η δικιά σου, Ντοπαρισμένη! Σε μισή ώρα αποκοιμήθηκα αποκαμωμένη. Ούτε φώτα, ούτε κινήσεις, ούτε φασαρία με ένοιαζε. Μέσα στη νύχτα ξύπνησα και διαπίστωσα πως είχαν σβήσει όλα τα φώτα. Η βάρδια της υποδοχής καθόταν με ένα μικρό φωτάκι πίσω από το πάγκο για να μην ενοχλεί.

Η μέρα ξεκίνησε με την αρχή της νέας βάρδιας. Λίγο μετά τις 5 το πρωί. Ήμουν εκεί λιγότερο από 24 ώρες κι όμως ένιωθα οικεία. Πως γίνεται; Ευτυχώς ένιωθα πολύ καλύτερα. Φάνηκε και στις εξετάσεις. Μια χαμογελαστή γιατρός ανησύχησε για τον βραδινό πυρετό μου αλλά με καθησύχασε πως αν μείνω απύρετη ως το απόγευμα θα με αφήσει να φύγω. Όπως κι έγινε.

Πολλά λόγια για μια εμπειρία λίγων ωρών, θα μου πεις. Μια εμπειρία που μου θύμισε πως δεν είμαι άτρωτη και πως η υγεία είναι πολύ σημαντικό αγαθό. Είναι, λοιπόν, η χρονιά που η ευχή για υγεία θα είναι πολύ ουσιαστική και ειλικρινής!

Καλή χρονιά είπαμε; Καλή χρονιά, λοιπόν, με υγεία!

Life coaching και “ζήσε το όνειρό σου!”

  Νέα τάση στη σύγχρονη φιλοσοφία/ κοσμοθεωρία  και ταυτόχρονα νέο « επάγγελμα » αποτελεί η « προπονητική ζωής » , όπως είναι η ελληνική ορο...