16.1.23

Εγώ στο Ε.Σ.Υ. (μέρος Α΄: γεγονότα και προσωπική εμπειρία)

 

9/01/23

Η νέα χρονιά ξεκίνησε για μένα πιο μελαγχολικά και με … δέκατα… Έχοντας χάσει προ λίγων ημερών τον παππού μου, ξημέρωσε μελαγχολικά η 2η μέρα της νέας χρονιάς, μιας χρονιάς με κυρίαρχη ευχή την υγεία. Μόνο που από τα… δέκατα της Πρωτοχρονιάς, φτάσαμε στον πυρετό και τη δύσπνοια. Και για να μην φλυαρώ, ξημερώματα 3ης Ιανουαρίου, ο πυρετός και η δύσπνοια με οδήγησαν σχεδόν «σηκωτή» στο δημόσιο νοσοκομείο.

Στα επείγοντα επικρατούσε ησυχία 5:15 το πρωί που έφτασα συνοδευόμενη από το σύζυγο. Χτύπησα την πόρτα, δεν πήρα απάντηση, άνοιξα την πόρτα και μια μεγάλη αίθουσα με γιατρούς, νοσηλευτές, ασθενείς απλώνεται στα μάτια μου. Μια νοσοκόμα με βλέπει ύστερα από λίγο και με πλησιάζει. Αφού της εξηγώ τα συμπτώματα μου προσφέρει καρέκλα και κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για να πάρω σειρά στις γιατρούς.

Η σειρά μου δεν αργεί και η ειδικευόμενη γιατρός με περισσή σχολαστικότητα αρχίζει τις εξετάσεις. Θερμόμετρο, οξυγόνο, πίεση, ακτινογραφίες, αιματολογικές… όλο το πακέτο. Και μετά πρέπει να περιμένουμε τα αποτελέσματα… Μια ώρα μου είπαν, αλλά έφτασε σχεδόν μιάμιση.

Ο πονοκέφαλος με τρελαίνει. Δεν μου αφήνει περιθώρια αντοχής και υπομονής. Μπαίνω στην αίθουσα κρατώντας τις ακτινογραφίες. Με βλέπουν, αλλά εξετάζουν άλλους ασθενείς. Εν τω μεταξύ στη λήξη της εφημερίας τα επείγοντα έχουν περισσότερο κόσμο. Μα πως; Έρχεται πάλι η σειρά μου. Σχεδόν κλαίγοντας διαμαρτύρομαι για τον πονοκέφαλο. Μου δίνουν παυσίπονο αλλά δεν έχουν ακόμη αποτελέσματα για τις εξετάσεις μου. Πρέπει να περιμένω.

Η κούραση και ο πόνος μου απαιτούν με γκρίνια να πάω στο κρεβάτι μου. Οι γονείς, που τους ξυπνήσαμε άρον άρον για να αναλάβουν το μικρό,  αρχίζουν τα μηνύματα ανησυχίας κι ενδιαφέροντος.  Η ώρα περνάει κι εμεί εκεί. Ξέρω πως δεν θα έχω αντοχή για το υπόλοιπο της μέρας. Σκέφτομαι όλα αυτά που είχα προγραμματίσει και που πρέπει να ακυρώσω μόλις η ώρα γίνει πιο κατάλληλη. Θέλω να φύγω, να γυρίσω στο ζεστό μου κρεβάτι, να πάρω παυσίπονα και να κοιμηθώ. Και η δύσπνοια; Αυτή τη φοβάμαι ακόμα.

Μπαίνω ξανά στην αίθουσα, διακριτικά κοιτάζω τη γιατρό από απόσταση να δίνει τις δικές της μάχες: μια ηλικιωμένη ασθενής και η συνοδός της που δεν δύνανται να δώσουν το ιατρικό ιστορικό (υποπτεύομαι εγκεφαλικό), ένας τύπος ασθενής απ’ αυτούς που μπαινοβγαίνουν σαν στο σπίτι τους, οι συνάδελφοι που αρχίζουν να σχολούν και το προσωπικό αποδεκατίζεται, η κούρασή της (ήταν ήδη περασμένες 9 και η εφημερία της είχε τελειώσει απ΄ τις 8 –  ποιος ξέρει από τι ώρα ήταν εκεί…) Με βλέπει. Νιώθει το παράπονό μου χωρίς να μιλήσω. Με κοιτάει «Περίμενέ με έξω, ζορίζομαι τώρα». Δεν με ήξερε. Δεν προσβλήθηκα. Έμοιαζε με κραυγή απόγνωσης που ζητούσε κατανόηση. Θα μπορούσε να ‘ναι φίλη μου σκέφτηκα. Βγήκα και περίμενα.

Ύστερα από λίγο με καλεί. «Λοιπόν, έχω τις εξετάσεις σου. Πέρα από την πνευμονία που φαίνεται στην ακτινογραφία, είναι άλλη μια ουσία ανεβασμένη στο αίμα σου, η οποία μπορεί να προκαλέσει περικαρδίτιδα. Θα κάνουμε εισαγωγή για να το παρακολουθήσουμε.» Απόλυτα, κοφτά, χωρίς περιθώρια να το... παζαρέψω και να φύγω. Έβαλα τα κλάματα. Ήθελα τέτοιες μέρες γιορτινές να είμαι σπίτι μου με φίλους και με την οικογένειά μου. Κι ας μην γιορτάζω. Ήθελα να παίξω με το μικρό μου. Προσπάθησα να αποτρέψω την εισαγωγή αλλά… μάταια.

«Πάρε να της κανονίσεις ένα κρεβάτι στο διάδρομο, σε εμάς πάνω, στη Β΄ Παθολογική.» Άκουσα μια πιο μεγάλη γιατρό να λέει στην ειδικευόμενη. Δεν ασχολήθηκα με το διάδρομο. Ήθελα να είμαι σπίτι μου. Ένα δωμάτιο νοσοκομείου δε θα με παρηγορούσε. Για κάποιο λόγο αισθάνθηκα πως θέλει να με προστατέψει.

Ακολουθήσαμε όλες τις διαδικασίες, τη διαδρομή (χωρίς ασανσέρ στο 2ο όροφο – αυτό ήταν η χαριστική βολή που μου έδειξε την αδυναμία μου). Φτάσαμε μετά από λίγο στην υποδοχή της κλινικής. Νέο κτήριο, καθαρό, φωτισμένο, περιποιημένο και κόσμος πολύς.

Η προϊσταμένη προσπαθούσε να συνεννοηθεί απ’ το τηλέφωνο με μια συνάδελφό της μάλλον… περιορισμένης ευθύνης. Κλείνει το τηλέφωνο και μας βλέπει. Μας περίμενε. «Έλα κορίτσι μου, εδώ στρώσαμε το κρεβάτι σου. Σου χρωστάω ένα μαξιλάρι και μια κουβέρτα.» Ένα κρεβάτι δανεικό από άλλη κλινική, στρωμένο με καθαρά σεντόνια ακριβώς μπροστά στην υποδοχή. Σαν να λέμε πρώτο τραπέζι πίστα. Και μετά γυρίζει στις νοσηλεύτριες: «Το κορίτσι κάνει εισαγωγή. Ελάτε, σας παρακαλώ.» Σαν καλοκουρδισμένα ρομποτάκια άρχισαν να με βοηθούν να βγάλω το παλτό μου και να μου χορηγούν… τα φάρμακα και τον ορό. Ούτε ξέρω πόσα ενέσιμα και χάπια μου έδωσαν. Σχεδόν σοκαρισμένη, πολύ λυπημένη και αφάνταστα κουρασμένη. Το πήρα απόφαση. Δεν θα με αφήσουν να φύγω. Έδιωξα το σύζυγο, να πάει στο παιδί και στη δουλειά του. Δε μπορούσε να με βοηθήσει, δεν μπορούσε να με έχει αγκαλιά να με παρηγορήσει, δε χρειαζόμουν κάτι άμεσα, τουλάχιστον ας μείνει υγιής κοντά στο μικρό. Τόσος κόσμος, μικρόβια, γιατί να ταλαιπωρείται;

Εκεί πέρασα τις επόμενες 30 ώρες. Δεν αισθανόμουν άνετα να ξαπλώσω. Πως ξαπλώνεις στο σαλόνι κάποιου, ο οποίος έχει συνεχώς επισκέψεις; Δεν άντεχα, λύγισα. Κάθισα πάνω στο κρεβάτι κι έγειρα τον ώμο μου. Η όψη μου απ’ ότι κατάλαβα όχι απλώς δικαιολογούσε την εισαγωγή αλλά προβλημάτιζε κιόλας τους γιατρούς που έβλεπαν το ιστορικό μου. Μου έκαναν εξετάσεις, με πήγαν βόλτα στην καρδιολογική για άλλες εξετάσεις με το καροτσάκι (άλλη εμπειρία κι αυτή!) Ευτυχώς κατά το μεσημέρι κατάφερα να κοιμηθώ. Ανέκτησα δυνάμεις κι εστίασα την ενέργειά μου στο να ξεκουραστώ και να γίνω καλά όσο μπορώ πιο γρήγορα.

Όσο περνούσε η ώρα επιβεβαιώθηκε η εντύπωσή μου. Η μεγάλη γιατρός στα επείγοντα ήθελε να με προστατέψει. Με έστειλε σε ένα περιβάλλον όπου με ανέλαβαν με ενδιαφέρον και υπομονή άνθρωποι, σαν άνθρωπο.

Τις ώρες που πέρασα εκεί μη έχοντας τι άλλο να κάνω (πόσο εύκολα να συγκεντρωθώ στα βιβλία που μου έφερε ο σύζυγος με τόσο κόσμο;) παρατηρούσα στους θαμώνες. Ασθενείς από κάθε «συνομοταξία», συνοδούς ασθενών από άλλο ανέκδοτο, γιατρούς υπεύθυνους και σοβαρούς, νοσηλεύτριες με προσοχή συγκέντρωση και μεράκι αλλά και κάποιες άλλες με μόνη έννοια την ανανέωση του μανικιούρ, διευθυντές με έπαρση και ύφος 100 καρδιναλίων αλλά και μια κυρία που απλώς με είδε μόνη μου και με ρώτησε τι χρειάζομαι να μου φέρει. Περίεργο ψηφιδωτό, μα για αυτό θα κάνω άλλη ανάρτηση.

Κάθε αλλαγή βάρδιας έψαχνα ανάμεσα στις νοσηλεύτριες και τους νοσηλευτές μια φυσιογνωμία να μπορώ να απευθυνθώ αν κάτι χρειαστώ – είχα το προνόμιο να είμαι εκεί μπροστά, ανάμεσά τους, ας το εκμεταλλευτώ 😉.

Υπήρξαν εύκολες κι άλλες πιο δύσκολες στιγμές. Τη νύχτα υποτροπίασα. Πυρετός και πονοκέφαλος. Η δύσπνοια έγινε πανικός. Ευτυχώς μόλις το είπα έτρεξαν γιατροί διανυκτερεύοντες και νοσηλεύτριες. Άφησαν ότι έκαναν – και άλλους ασθενείς – κι έτρεξαν. Ένα παυσίπονο και κάτι άλλο μάλλον κορτιζονούχο κι έτοιμη η δικιά σου, Ντοπαρισμένη! Σε μισή ώρα αποκοιμήθηκα αποκαμωμένη. Ούτε φώτα, ούτε κινήσεις, ούτε φασαρία με ένοιαζε. Μέσα στη νύχτα ξύπνησα και διαπίστωσα πως είχαν σβήσει όλα τα φώτα. Η βάρδια της υποδοχής καθόταν με ένα μικρό φωτάκι πίσω από το πάγκο για να μην ενοχλεί.

Η μέρα ξεκίνησε με την αρχή της νέας βάρδιας. Λίγο μετά τις 5 το πρωί. Ήμουν εκεί λιγότερο από 24 ώρες κι όμως ένιωθα οικεία. Πως γίνεται; Ευτυχώς ένιωθα πολύ καλύτερα. Φάνηκε και στις εξετάσεις. Μια χαμογελαστή γιατρός ανησύχησε για τον βραδινό πυρετό μου αλλά με καθησύχασε πως αν μείνω απύρετη ως το απόγευμα θα με αφήσει να φύγω. Όπως κι έγινε.

Πολλά λόγια για μια εμπειρία λίγων ωρών, θα μου πεις. Μια εμπειρία που μου θύμισε πως δεν είμαι άτρωτη και πως η υγεία είναι πολύ σημαντικό αγαθό. Είναι, λοιπόν, η χρονιά που η ευχή για υγεία θα είναι πολύ ουσιαστική και ειλικρινής!

Καλή χρονιά είπαμε; Καλή χρονιά, λοιπόν, με υγεία!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πάσχα το Ορθόδοξον! (;)

Δε συνηθίζω να εμπνέομαι από θρησκευτικές γιορτές για τις αναρτήσεις μου. Μα φέτος αισθάνομαι πιο πολύ από ποτέ την ανάγκη να γράψω για την ...