23.1.23

Μικρές ιστορίες για «μεγάλους» ανθρώπους: Ο παππούς μου

 

Λένε πως τα παιδιά που μεγαλώνουν ερχόμενα σε επαφή με τους παππούδες και τις γιαγιάδες είναι πιο ευτυχισμένα, έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και μπορούν να αντιμετωπίζουν πιο εύκολα δυσκολίες και τραύματα της παιδικής ηλικίας.

Δεν μπορώ να προσδιορίσω σε ποιο βαθμό συνέβη αυτό σ’ εμένα αλλά ένας από τους λόγους που αισθάνομαι τυχερή είναι γιατί ήρθα στον κόσμο σε μια οικογένεια με πολλή αγάπη από νέους γονείς και γνώρισα τους τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου.

Υπήρξαν άνθρωποι απλοί, παραδοσιακοί θεματοφύλακες των αξιών τους. Όμως, ο παππούς ο Ανδρέας, ο μπαμπάς της μητέρας μου, για κάποιο λόγο ανέκαθεν κέρδιζε την προσοχή και το ενδιαφέρον μου.

Οι πρώτες αναμνήσεις – ο δυνατός παππούς

Σαν παιδί θυμάμαι έναν δυνατό άνθρωπο, γέρο νόμιζα τότε σε σχέση με τον μπαμπά μου, που μπορούσε να κάνει καλά πολλά πράγματα μόνος του. Αγαπούσε τη γη και τα χωράφια του και σαν επαγγελματίας γεωργός προλάβαινε πάντα τις ανάγκες τους και φρόντιζε για την παραγωγή τους. Ασχολήθηκε με τα μελίσσια και παρέδωσε στο μπαμπά γνώσεις και κυψέλες με αγάπη και υποστήριξη.

Αλλά ήταν και «μάστορας»∙ μπορούσε να φτιάξει οτιδήποτε με υλικά που υπήρχαν γύρω του. Ήμασταν το πρώτο σπίτι στο χωριό που είχε δική του χειροποίητη κούνια – έτσι δε χρειαζόταν να πηγαίνουμε στο πάρκο που είτε είχαν σπάσει οι κούνιες είτε ήταν κατειλημμένες. Στο ένα αμπέλι μάς είχε φτιάξει μια «καλύβα» για να τρώμε και να παίζουμε στη σκιά. Σε άλλο χωράφι έφτιαξε μια δεξαμενή κι έχτισε και μια μικρή αποθήκη. Στα νιάτα του, λέει, ήταν οικοδόμος – χτίστης και κάποια στιγμή σε ανύποπτο χρόνο έμαθα πως δεν αρκέστηκε στις υποτυπώδεις γνώσεις της τότε σχολής, αλλά πήγε και για μετεκπαίδευση στα Χανιά. «Έχεις και μεταπτυχιακό, παππού!» τον πείραζα.

Κάθε απόγευμα ή και μεσημέρι μόλις επέστρεφε από τον κάμπο, σαν τελετουργία, έκοβε μόνος του μια ντομάτα σε μικρά κομμάτια, την «χιόνιζε» στο αλάτι και την έτρωγε ενίοτε πίνοντας και μια ρακή.

Η γιαγιά

Κάποτε είχε πει πως του είχαν κάνει προξενιό μια άλλη γυναίκα, την αδερφή της γιαγιάς. Αλλά δεν ήθελε. Δεν ήταν έτοιμος λέει. Αυτή η ιστορία βέβαια δεν επιβεβαιώνεται από τη γιαγιά. (Δεν της άρεσε η εκδοχή; Δεν τη γνώριζε; Ή δε θέλει να θυμάται; Δεν έμαθα αλλά αισιοδοξώ να μάθω.) Αργότερα ζήτησε τη γιαγιά σε γάμο. Κατά πολλά χρόνια νεότερή του. Έκαναν οικογένεια, μεγάλωναν μαζί. Δεν εκδήλωναν ποτέ την αγάπη τους φανερά. Όταν όμως κάποτε η γιαγιά χτύπησε και νοσηλεύτηκε για μέρες, ο παππούς την αναζητούσε. Έπινε τη ρακή του με το «χιονισμένο» στο αλάτι μεζέ του αναφωνώντας «Μπρέσυ Ερήνη! Πού είσαι Ερήνη!». Του έλειπε αλλά δεν το ομολογούσε.

Η στάση ζωής του

Αγόρασε οικόπεδο στην πόλη κι έφτιαξε σπίτια για τα παιδιά του, θέλοντας να τα βοηθήσει να ζήσουν καλύτερα από τη ζωή στο χωριό. Και αφού τα πάντρεψε, άρχισε να ψάχνει για ενδιαφέρουσες εκδρομές. Έπαιρνε τη γιαγιά, νέοι ακόμη όντες, και πήγαιναν μαζί ταξίδια! Πήγαν κρουαζιέρα στην Ιταλία, προσκύνημα στους Αγίους τόπους και την Αίγυπτο, εκδρομή στα Γιάννενα και τα Μετέωρα. Ονειρευόταν να πάει και στη Βουλγαρία αλλά μετά άρχισε να δυσκολεύεται και να βαραίνει. Ευτυχώς δεν το έβαλαν κάτω. Πάλι μαζί με τη γιαγιά πήγαν 1-2 φορές για ιαματικά λουτρά στην Ικαρία. Τους χαιρόμουν και τους θαύμαζα. Και του το έλεγα. Τον παρακινούσα να ταξιδεύουν περισσότερο. Κι εκείνος μοιραζόταν μαζί μου τις αναμνήσεις του. «Είναι μεγάλη περιουσία η ανάμνηση» μου είπε μια φορά. Και το κράτησα. Το έγραψα αμέσως στο σχολική μου γραμματική – το ευαγγέλιο – για να μην το ξεχάσω.

Ήταν εκείνος ο παππούς που όταν δεν ήταν στα χωράφια και στην αποθήκη στα μαστορέματά του, καθόταν στη βεράντα, φόραγε τα γυαλιά του και διάβαζε. Διάβαζε ό,τι υπήρχε μπροστά του. Ο μπαμπάς του έφερνε εφημερίδες κι εγώ σαν φοιτήτρια φρόντιζα σε κάθε επίσκεψή μου να του φέρνω κι από ένα βιβλίο. Πιστεύω πως αυτή του η συνήθεια τον κράτησε διαυγή μέχρι το τέλος.

Του άρεσε η παρέα. Απολάμβανε να κουβεντιάζει, να μας λέει ιστορίες. Ακόμη κι αν η σωματική κούραση του επέβαλε να αποσυρθεί για ύπνο, εκείνος προσπαθούσε να μένει όσο το δυνατόν περισσότερο με την παρέα, ακόμη και το τελευταίο καλοκαίρι του, στα 96 του χρόνια. Βέβαια η στάση του αυτή ίσως επιβαλλόταν από την αίσθηση φιλοξενίας που είχε. Ήθελε στο σπίτι του αν νιώθουν όλοι ευπρόσδεκτοι. Δεν το έλεγε ποτέ. Απλώς το υλοποιούσε. Δεν είναι τυχαίο που ο μπαμπάς μου και γαμπρός του ένιωθε σαν στο σπίτι του, ενώ το πατρικό του βρίσκεται 50 μέτρα πιο πέρα.

Η πολιτική

Πάντα ένθερμος υποστηρικτής του ΠΑΣΟΚ. Ένθερμος αλλά ποτέ αγενής. Δεν τον θυμάμαι να λογομαχεί ποτέ για τα πολιτικά ζητήματα. Όμως είχε γνώμη κι ενημερωνόταν. Μετά απογοητεύτηκε και σταμάτησε να συζητά για πολιτική. (Ίσως η αγάπη μου γι’ αυτόν και η μακρά ηρεμία των τελευταίων χρόνων να έχουν επηρεάσει τη μνήμη μου.)

Η τελευταία φορά που θυμάμαι ήταν στο δημοψήφισμα του 2015. Ήθελε να ψηφίσει. Και είχε γνώμη. Αλλά με πήρε παράμερα να μην μας ακούσει κανείς. «Εγώ δε θα ζήσω για πολύ. Όμως εσείς είστε το μέλλον. Ποιο μέλλον θέλεις; Ποιο θα είναι καλύτερο για εσάς; Ότι μου πείς.» Δεν ήθελα να του πω. Επέμενα. Είχε γνώμη. Ενημερωνόταν περισσότερο από εμένα. Σκεφτόταν με διαύγεια και αντικειμενικότητα. Ποτέ δεν πήρε «σταυρωμένο φακελάκι». Και σε εκείνη την τόσο αμφίρροπη στιγμή, με την απίστευτα μονοδιάστατη τηλεοπτική προπαγάνδα, εκείνος δε φανατίστηκε. Αντίθετα έκρινε την σοβαρότητα της κατάστασης, αλλά δεν ήθελε η δική του κρίση να αποτελέσει τροχοπέδη για τους νέους. (Που να φανταζόταν τη ματαιότητα του εγχειρήματος;)

Τα τελευταία χρόνια

Τα τελευταία χρόνια είχε βαρύνει πολύ, κυρίως ψυχολογικά. Είχε προβλήματα με την πήξη του αίματος και με την καρδιά του. Δεν έβλεπε καλά και κουραζόταν πολύ να διαβάζει, επομένως πάει η αγαπημένη του ασχολία. Αλλά εκείνο που τον στενοχωρούσε πολύ ήταν που δεν άκουγε. Δεν μπορούσε να συμμετέχει εύκολα σε κουβέντα. Άκουγε όλη η γειτονιά.

Βρήκε άλλη δραστηριότητα. Άρχισε να φτιάχνει τις κατόψεις των σπιτιών της γειτονιάς και να σχεδιάζει στο χαρτί πιθανές αλλαγές σε ενδεχόμενη συντήρηση/ ανακαίνιση. Χωρίς να του το ζητήσει κανείς. Έτσι, για να μην βαριέται. Κάποια τα έκανε και «τρισδιάστατα» χρησιμοποιώντας ξύλινα κομμάτια και κολλώντας πάνω τους το χάρτινο σχέδιο.

 Είχε κουραστεί και συχνά έλεγε πως αισθάνεται «απογοήτευση». Διακρίναμε μια παραίτηση. Φέραμε ψυχολόγο. Γαλήνεψε για λίγο.

Σαν να είχε κουραστεί να ζει. Ετοιμαζόταν να φύγει «για το μεγάλο ταξίδι» - έτσι μου έλεγε όποτε τον παρακινούσα για μια ακόμη εκδρομή. Ήταν αξιοπρεπής. Δεν ήθελε να καταπέσει και να επιβαρύνει κανέναν.

Το τέλος

Έφυγε από κοντά μας την παραμονή Χριστουγέννων του 2022. Δεν ταλαιπώρησε κανέναν. Εγκεφαλικό και κορονοϊός ταυτόχρονα. Σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Ευτυχώς δεν ήταν μόνος. Μαζί του ήταν και η γιαγιά, που διαγνώστηκε κι αυτή θετική στον κορονοϊό, όταν μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο με τα συμπτώματα που εγκεφαλικού. Παρά τη διαφορά ηλικίας τους, στάθηκε πάντα δίπλα του βράχος, μέχρι το τέλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Life coaching και “ζήσε το όνειρό σου!”

  Νέα τάση στη σύγχρονη φιλοσοφία/ κοσμοθεωρία  και ταυτόχρονα νέο « επάγγελμα » αποτελεί η « προπονητική ζωής » , όπως είναι η ελληνική ορο...