Κι ήρθαν οι χαλεποί καιροί, και η κρίση έφτασε και σε μας… (όχι η πολύμηνη αποχή από το ιντερνετικό μου στέκι δεν οφείλεται εκεί) που τόσο θέλαμε να την αποφύγουμε.
Μήπως δεν δουλεύαμε τα καλοκαίρια και τους χειμώνες αρκετά;
Μήπως κάναμε τα περίσσια έξοδα;
Μήπως δεν ήμασταν συνεπείς και αποδοτικοί στην εργασία μας;
Μήπως δεν διατηρήσαμε καλές δημόσιες σχέσεις;
Μήπως δεν δώσαμε τον καλύτερο εαυτό μας σ’ αυτό που επιλέξαμε να κάνουμε, ανεξάρτητα από τα προσωπικά μας θέματα;
Πολλά ερωτήματα, καμία απάντηση στην ανεργία. Δεν είναι μόνο οι οικονομίες μου και τα χρήματα που μου οφείλουν που με ανησυχούν. Είναι και οι κρυμμένες συνέπειες της ανεργίας. Και ποιες είναι αυτές; Η αλλοτρίωση από τον ίδιο σου τον εαυτό!
Δύσκολός συνειρμός το παραδέχομαι. Όμως φαντάσου έναν άνθρωπο που από το πρωί μέχρι το βράδυ μοχθεί, εργάζεται, τρέχει και προλαβαίνει επαγγελματικές και προσωπικές υποχρεώσεις, νέα χόμπι, γυμναστήριο, ραδιόφωνο… κι όλα αυτά με τρελό ενθουσιασμό κι αγάπη. Φαντάσου, λοιπόν, αυτόν τον ίδιο άνθρωπο, μέσα σε 1 μήνα να χάνει το σύνολο των επαγγελματικών υποχρεώσεων, να περιμένει πότε θα πληρωθεί τα δεδουλευμένα του, να στερείται κάποια χόμπι, και κυρίως να στερείται την ευκαιρία να εργαστεί, να προσφέρει. Δεν είναι και δύσκολο μετά από αυτό να αρχίσει να εκνευρίζεται, να στενοχωριέται, να υπολογίζει, να ανησυχεί, να προσπαθεί να δραστηριοποιηθεί χωρίς αποτέλεσμα και τελικά να χάνει την διάθεσή του, την ενέργεια, την αυτοπεποίθηση, την αυτοεκτίμηση και σιγά σιγά τον εαυτό του.
Δύσκολος συνειρμός το παραδέχομαι.
Όμως θαρρώ πως δεν είμαι η μόνη. Είδα κι άλλους σαν κ εμένα εκεί στις αίθουσες αναμονής για συνέντευξη μιας νέας θέσης εργασίας. Δεν τους μίλησα μα το είδα στα μάτια τους πίσω από την ελπίδα, πως αυτή τη φορά κάτι θα αλλάξει. Δεν ξέρω για αυτούς μα για μένα τίποτα δεν άλλαξε.
Κι αν δεν υπήρχαν όμορφα τραγούδια κι όμορφες εκτελέσεις ακόμα στην άγνοια, τη στασιμότητα και την απογοήτευσή μου θα βρισκόμουν. Τι εννοώ;
Παρακολούθησα σε ένα πάρτι (από αυτά που προσφέρει κάθε δήμος στους δημότες του για τα καλοπιάσματα του καλοκαιριού) την παράσταση των Χαΐνιδων.
Όμορφη βραδιά εκεί στο άλσος των Γουβών, μέσα στα δέντρα και λίγες δεκάδες μέτρα από τη θάλασσα που σε ανάγκαζε να χαθείς μέσα στους ήχους, τους στίχους τα μουσικά χρώματα που πλημμύριζαν το χώρο. Ώσπου ακούγεται το τραγούδι του Ξαρχάκου, που είχε πρωτοτραγουδήσει ο Ξυλούρης:
Πώς να σωπάσω μέσα μου
την ομορφιά του κόσμου;
Ο ουρανός δικός μου
η θάλασσα στα μέτρα μου
Πώς να με κάνουν να τον δω
τον ήλιο μ' άλλα μάτια;
Στα ηλιοσκαλοπάτια
Μ' έμαθε η μάνα μου να ζω...
Στου βούρκου μέσα τα νερά
ποια γλώσσα μου μιλάνε
αυτοί που μου ζητάνε
να χαμηλώσω τα φτερά;
Κάπου εκεί μέσα στο όνειρο και τη μαγεία, ξυπνάς και θυμάσαι ποιος ήσουν και ποιος έγινες…
Ποιον εαυτό ξέχασες στο ντουλάπι με τον χαρτοφύλακα…
Είναι κάπου εκεί που αποφασίζεις ποιος θες να είσαι και με πόσο τίμημα θα το πληρώσεις. Εκεί που αποφασίζεις πως θες με κάθε θυσία να επιστρέψεις στον εαυτό σου….
Εκεί που αποφασίζεις να βγεις, να τρέξεις, να ονειρευτείς και πάλι, να δραστηριοποιηθείς ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα… και τελικά να γράψεις το άρθρο αυτό… υπόσχεση στον εαυτό σου πως θα μείνεις εκεί!
Πως δεν θα σωπάσεις την ομορφιά του κόσμου και κυρίως
Πως δεν θα χαμηλώσεις τα φτερά!
1 σχόλιο:
Σε αυτό το post δε θα δηλώσω ανώνυμη. Σε αυτό το post θα συστηθώ. Ιδού η ταυτότητα μου: ονειροπόλος θεατής που νόμιζε πως ήταν δράστης. Είμαι το κομμάτι της γιάφκας που άστραφτε και βρόνταγε και που πια αναγνωρίζει πως είναι λιγότερο από τότε. Πέρασε ο καιρός, φύγαμε και μου έμεινε μια γεύση ακήρυχτου πολέμου με τον εαυτό μου και η αίσθηση ότι έφυγα και λιγόστεψα. Φίλη μου έφυγα και δεν ξέρω πόσο εγώ μου έμεινε. Για σκέψου...Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα έρθω να σε βρω...Στην πορεία με τράβηξαν οι λύπες και με πήραν μαζί τους. Να πάρεις αυτοκίνητο, να βρεις σπίτι, να εξασφαλίσεις τη δουλέιά του χειμώνα, να ξεγελάς συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια τη μοναξιά και μέσα σε όλα αυτά, να μείνεις όσο μπορείς εσύ, ίδιος, όλος, ακέραιος. Τι δύσκολοι καιροί για ηρωισμούς...Και μόνη μένω να ταϊζω χίμαιρες! Δεν είσαι μόνο εσύ και δεν είμαι μόνο εγώ, είναι η γενιά μας που κρύφτηκε πίσω από τον ήλιο με την πλάτη γυρισμένη στο σύμπαν. Μα το σύμπαν, εκτός από άπειρο είναι και μαύρο...Και τον καιρό τούτο που οι θάλασσες γεμίσαν φλούδες από καρπούζι και ξεχασμένα όνειρα στην τεμπελιά του μεσημεριανού ήλιου εγώ, εσύ...στραφήκαμε στη μαύρη πλευρά...Γρήγορα να πάρουμε τα κουβαδάκια, γρήγορα να προλάβουμε τη ραστώνη του καλοκαιρινού τίποτα, του ελάχιστου εαυτού μας και παραμικρού τιποτένιου ονείρου μας. Τώρα, τη χρονιά που άρχισα να γίνομαι αυτό που φοβόμουν πιο πολύ, τη χρονιά που γελάνε μαζί μου οι τεμπέλιδες της εύφορης κοιλάδας και οι μάγκες που τα λένε στα καφενεία. Θα γίνω και γω έτσι...θα κρύβω πάντα ένα όχι στην καρδιάμου και ένα μεγάλο ναι σα βόμβα που ανασαίνει...
Αφιερωμένο στους χασομέριδες της πλατείας Ναυαρίνου!
Δημοσίευση σχολίου