22.7.24

Θετική σκέψη, θετική λέξη, θετική στάση Ή αλλιώς: ένας οδηγός για θετική ζωή

 Αισιόδοξη από πάντα, φύσει και θέσει, δεν δέχομαι το ρεαλιστικό μεν αλλά κακό φινάλε της ιστορίας. Ωστόσο, δεν ήμουν πάντα τυχερή και δεν πίστευα πάντα ότι είχα πολλές επιλογές. Έχω υπάρξει και αυτό στα φοιτητικά μας χρόνια λέγαμε «μ@λ@κομαγνήτης» κι έχω βρεθεί να περιπλανιέμαι με λάθος ανθρώπους, άσκοπες σχέσεις, άσπονδες φιλίες κι αναποτελεσματικές συνεργασίες. Δε θέλω να λέω μεγάλα λόγια, μα νομίζω έχω ξεμπερδέψει με όλα αυτά. Με έσωσε που διάβαζα και κυρίως που στα δύσκολα βρέθηκαν «φάροι» στη ζωή μου. Και τι θέλω τώρα; Θέλω να μοιραστώ αυτά που για μένα υπήρξαν λυτρωτικά ή τουλάχιστον βοηθητικά.

Φάροι και φώτα: Διάβαζα και διαβάζω τα πάντα. Οτιδήποτε μπορεί να διευρύνει τους ορίζοντές μου: από γλωσσολογία, βιβλία αυτοβελτίωσης, ψυχολογίας, λογοτεχνία, ιστορία, δοκίμια, αστρονομία. Όσο για τους φάρους μου, αυτοί είναι οι άνθρωποι που έχω την ευλογία να είναι φίλοι μου και άνθρωποι που έχω τη χαρά να τους λέω «δικούς μου». Ήταν εκεί, ο καθένας στη σωστή στιγμή και με το δικό του τρόπο για να σταθούν δίπλα μου στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα. Κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό, όπως επίσης και η αναγνώριση της ουσιαστικής παρουσίας τους εκ μέρους μου. Αισθανόμουν, δηλαδή, ευγνώμων για την παρουσία τους από την ίδια εκείνη στιγμή, γεγονός που μου θύμιζε πως δεν είμαι μόνη.

Εσένα ποιοι είναι οι δικοί σου φάροι; Είναι η οικογένειά σου; Ο δάσκαλός σου; Μια συγγραφέας; Η κολλητή σου; Ο ψυχαναλυτής σου; Η μανάβισσα της γειτονιάς;

Λένε πως οι άνθρωποι που βρίσκονται για λίγο στη ζωή μας, μας δίνουν αυτό που έχουν να μας δώσουν κι ύστερα απλώς χανόμαστε. Έτσι. Χωρίς λόγο. Γιατί απλώς έκλεισε ένας κύκλος. Αυτοί μπορεί να μην είναι φάροι αλλά φώτισαν για λίγο τη ζωή σου. Μήπως πάει το μυαλό σου σε κολλητούς που περνούσατε άπειρες ώρες μαζί και μετά απλώς χαθήκατε; Ή μήπως σε ένα τυχαίο συνεπιβάτη που γνώρισες στο τρένο Θεσσαλονίκη – Αθήνα; Όλοι αυτοί είναι άνθρωποι που μοιράστηκες μαζί τους κάτι ή πολλά περισσότερα. Έπαιξαν ρόλο στη ζωή σου, μικρό ή μεγαλύτερο κι έφυγαν. Δεν πρέπει να στενοχωριέσαι. Έκαναν κύκλο, έδωσαν το φως τους κι έφυγαν.

Αναπλαισίωση: Έτσι έμαθα ότι το λένε σε ένα εκπαιδευτικό σεμινάριο αυτό που έκανα συχνά ανέκαθεν. Τι εννοεί ο ποιητής;

Από μικρή ηλικία, βλέποντας τους μεγαλύτερους, μαθαίνουμε οι περισσότεροι από εμάς να εστιάζουμε στις δυσκολίες, τα δεινά, τις κάθε μορφής δύσκολες συνθήκες, με αποτέλεσμα να νιώθουμε ένταση και δυσάρεστα συναισθήματα. Η Τεχνική της Αναπλαισίωσης, όπως προκύπτει και από την ετυμολογία της λέξης, είναι να τοποθετούμε τις καταστάσεις σε άλλο πλαίσιο, συνήθως πιο αποστασιοποίημενο. Υποστηρίζει τη διαμόρφωση μιας θετικής εναλλακτικής ερμηνείας της προβληματικής ή δύσκολης κατάστασης που βιώνει κανείς να προσπαθούμε δηλαδή να δούμε τι θετικό μπορεί να προκύψει από αυτή τη δυσκολία ή αναποδιά ή «γκαντεμιά» που μας έτυχε.

Ναι, δεν είναι πάντα εύκολο. Ναι, κάποιες φορές δεν βρίσκεις τίποτα θετικό. Αλλά πίστεψέ με, στις περισσότερες φορές γίνεται και είναι λυτρωτικό.

Με άλλα λόγια, η αναπλαισίωση είναι ο τρόπος να αλλάζεις την οπτική σου για τα γεγονότα και τις καταστάσεις, κι έτσι, να αλλάζεις μαζί και τον τρόπο που τα βιώνεις. Κι αυτό με τη σειρά του θα επηρεάσει αλυσιδωτά τη δική σου αντίδραση και κατ’ επέκταση και των ανθρώπων γύρω σου (δες στην ενότητα δράση – αντίδραση).

Δες για παράδειγμα την καραντίνα, όταν αντιλαμβάνεσαι ότι νοσείς από κόβιντ, πρέπει να περιοριστείς σε δωμάτιο καραντίνας, γεγονός που σου προκαλεί αισθήματα καταπίεσης, θυμού, αγανάκτησης, φόβου κι ανησυχίας μαζί για τα συμπτώματα και τις συνέπειές τους. Η αναπλαισίωση μας συμβουλεύει να εστιάσουμε σε όποια θετικά μπορεί να επιφέρει αυτή η συνθήκη για τον καθένα όπως είναι ο χρόνος για ενδοσκόπηση, ο χρόνος για το βιβλίο που τόσο καιρό ήθελες να διαβάσεις, ο χρόνος για την ταινία ή το ντοκιμαντέρ που μήνες τώρα ήθελες να δεις.

Σκέψου θετικά, λοιπόν, κι αναπλαισίωσε αυτό που σου συμβαίνει. Τι καλό μπορεί να προκύψει; Τι μπορεί να σε διδάξει; Τι μπορεί να σου προσφέρει;

Κι αν δε βοηθάει αυτό αρκετά δες το πρόβλημα/ θέμα/ κατάσταση από τη ματιά κάποιου τρίτου. Αν, δηλαδή, συνέβαινε το ίδιο σε κάποιον άλλον, φίλο σου, οικείο σου, τι θα τον συμβούλευες; Τι θα πρότεινες; Καμιά φορά είμαστε πολύ καλύτεροι στο να δίνουμε σωστές συμβουλές στους άλλους, αφού εκεί δεν εμπλεκόμαστε συναισθηματικά σε τέτοιο βαθμό, όσο στις δικές μας υποθέσεις.

Πάρε απ’ τον καθένα αυτό που έχει να σου δώσει, το καλύτερο που έχει να σου δώσει!

Όπως ανέφερα και στους «Φάρους» συναντάμε καθημερινά στη ζωή μας ανθρώπους που μας επηρεάζουν άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά. Κάποιοι γίνονται φίλοι μας, κολλητοί μας, μέντορές μας, τους αγαπάμε, τους νοιαζόμαστε, τους συμβουλευόμαστε. Με κάποιους άλλους πάλι δεν ταιριάζουμε και γι’ αυτό τους αποφεύγουμε είτε μας θυμώνουν είτε δεν μοιραζόμαστε κοινό κώδικα αξιών.

Οι πρώτοι ανήκουν στην κατηγορία των φάρων. Και μόνη η παρουσία τους στη ζωή μας μας προσφέρει πολλά. Άλλοι μας χαρίζουν τη φιλία και την υποστήριξή τους, άλλοι μας προσφέρουν γνώσεις κι εμπειρία και όμορφες κουβέντες, άλλοι μας ενθαρρύνουν να εξελιχθούμε και να γίνουμε καλύτεροι.

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν αυτοί που μάλλον δε θα επιλέγαμε σαν συνοδοιπόρους μας. Μας πλουτίζουν και αυτοί με το δικό τους τρόπο. Η συνεργασία μας μαζί τους μπορεί να μας οπλίσει με υπομονή και επιμονή, μπορεί να μας βοηθήσει να καλλιεργήσουμε τη δεξιότητα της πειθούς μας. Μπορεί, ακόμα, να μας βοηθήσει να διερευνήσουμε τα όρια της αντοχής μας. Σε κάθε περίπτωση, και αυτοί οι άνθρωποι είναι για μας μια ευκαιρία να εξελιχθούμε σαν προσωπικότητες.

Βλέπεις και εδώ την εφαρμογή της αναπλαισίωσης. Δεν θα θυμώσω με τον εκνευριστικό συνάδελφο αλλά θα σκέφτομαι από δω και µπρος περισσότερο πώς να εξασφαλίσω τη δική μου ισορροπία και πώς να αποφύγω τυχόν παγίδες στο μέλλον τόσο απέναντί του όσο προς πάσα κατεύθυνση. Γίνομαι, έτσι, σίγουρα άνθρωπος πιο ακέραιος, πιο προνοητικός και ίσως πιο υποψιασμένος.

Μακριά από τοξικότητες: Μείνε μακριά από τοξικές καταστάσεις, σχέσεις, συνεργασίες, ανθρώπους. Μείνε μακριά από όλα όσα σε «χαλάνε».

Βέβαια εδώ να σημειώσουμε ότι αυτό που για κάποιον θεωρείται υγιές, για κάποιον άλλο δεν θεωρείται. Δεν έχουμε όλοι την ίδια οπτική, ούτε τις ίδιες ανάγκες. Αντίστοιχα, η τοξικότητα δεν είναι έννοια το ίδιο αντιληπτή και με το ίδιο περιεχόμενο για όλους. Απλώς αν μια κατάσταση δεν είναι λειτουργική για σένα, αλλά μοιάζει λειτουργική για κάποιον άλλον, τότε απλώς είστε άνθρωποι διαφορετικοί. Δε χρειάζεται να κρίνουμε τους άλλους – από που κι ως που άλλωστε – αλλά μας το χρωστάμε να κάνουμε τις σωστές επιλογές για εμάς.

Δράση – Αντίδραση: Απλή φυσική!  

«Για κάθε δράση μιας δύναμης, υπάρχει μια αντίθετη δύναμη αντίδρασης» λέει ο τρίτος νόμος του Νεύτωνα και βρίσκει εφαρμογή και στη ζωή μας. Κι εξηγούμαι: κάθε ενέργεια/ θέση/ κατάσταση που βλέπουμε ή βιώνουμε αποτελεί αντίδραση σε μια δράση που έχει προηγηθεί από εμάς ή από κάποιον άλλον. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, αν εντοπίσω κι αλλάξω τη δράση, μοιραία θα αλλάξει και η αντίδραση που ακολουθεί!

Αντί, λοιπόν, να «μιζεριάζουμε», ας εντοπίσουμε τις αιτιώδεις σχέσεις του φαινομένου κι ας πάμε να αλλάξουμε τη δράση μας.

Ναι, ξέρω δεν οφείλεται πάντα η αντίδραση σε δική μου δράση. Εντάξει. Αλλά μόνο σ’ εμένα μπορώ να στηριχτώ και να ελπίζω, αν θέλω η δική μου ζωή να αλλάξει. Και σε τελική ανάλυση έχω επιλογή: 1) να τα κάνω όλα με τον ίδιο τρόπο και την ίδια λογική ελπίζοντας σε θαύμα κάτι να αλλάξει

2) να αλλάξω την οπτική μου (αναπλαισίωση), να αλλάξω τη δράση μου, προσδοκώντας για την νέα αντίδραση.

Δικό σου το 🍉 καρπούζι, δικό σου το 🔪 μαχαίρι!

Μάθε απ’ τους καλύτερους!

Διάβασε βιβλία, ψάξε στο διαδίκτυο, ενημερώσου από πολλές πηγές, πολλούς συγγραφείς, όχι μόνο ελληνόγλωσσους. Προσωπικά επηρεάστηκα από «Το εγχειρίδιο ενός πολεμιστή του φωτός» του Πάολο Κοέλιο, το «Να ζεις, ν’ αγαπάς, να μαθαίνεις» του Λεό Μπουσκάλια, το «Φύλλο Μηδέν» του Ουμπέρτο Έκο, «το Δώρο» του Στέφανου Ξενάκη, «το πρόβλημα Σπινόζα»  του Ίρβιν Γιάλομ, «Το κορίτσι με τα πορτοκάλια» του Jostein Gaarder, το «Η Βερόνικα αποφασίζει να πεθάνει» του Κοέλιο, «το Μυστικό» της Byrne Rhonda και φυσικά την «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη και πολλά πολλά άλλα. Αναγνώσματα ποικίλα σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορείς να τα κατατάξεις σε μια κατηγορία βιβλίων. Επομένως, διάβασε και ψάξε την αλήθεια που έχουν για σένα τα αναγνώσματα αυτά!

«Ό,τι επιθυμείς!»

«Ό,τι επιθυμείς!» μας εύχονται συνήθως σε γιορτές, αλλά ξέρουμε τι στ’ αλήθεια επιθυμούμε; Έχουμε κάνει ενδοσκόπηση, μια συζήτηση με τον εαυτό μας για να θέσουμε τις προτεραιότητές μας, τα πράγματα που έχουν αξία για εμάς; Συνήθως ξέρουμε στο περίπου. Συχνά επηρεαζόμαστε από καταναλωτικά πρότυπα, κοινωνικά στερεότυπα κ.ο.κ. Όμως, το να ξέρουμε τι θέλουμε, σε τι ελπίζουμε και για τι θέλουμε να παλέψουμε είναι σημαντικό κίνητρο για να αλλάξουμε όσα δε μας αρέσουν.

Η λέξη είναι δύναμη!

Πρώτα θα το πω συνοπτικά! Διάλεξε τη σωστή τη λέξη για τις σκέψεις σου. Γιατί η σκέψη έχει δύναμη και η σκέψη, ειπωμένη με τη σωστή λέξη, είναι όπλο κι εργαλείο ισχυρό.

Αναλυτικότερα, ο τρόπος που επιλέγουμε να εκφράζουμε και να εξωτερικεύουμε τις σκέψεις μας έχει μεγάλη σημασία τόσο για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα πράγματα όσο και για τον τρόπο που αντιδρούμε σ’ αυτά. Συγκεκριμένα έχουν μεγάλη σημασία οι λέξεις που επιλέγουμε για να ντύσουμε τις σκέψεις μας. Οι λέξεις με θετικό πρόσημο, προϋποθέτουν μια θετική κι αισιόδοξη προσέγγιση της πραγματικότητας. Επομένως, συνεπάγονται θετικές δράσεις και κατ’ επέκταση θετικές αντιδράσεις. Αντίθετα, οι λέξεις που εξ’ ορισμού διαθέτουν αρνητικό φορτίο, δημιουργούν υποσυνείδητα περισσότερη δυσκολία στη διαχείρισή τους, καθώς διογκώνουν τα αρνητικά στοιχεία της κατάστασης και οδηγούν το μυαλό να εστιάσει σε αυτά, αντί να αφιερώσει χρόνο και ουσία στη διαχείρισή τους.

Για σκέψου, πως αισθάνεσαι για μια κατάσταση αν τη βαφτίσεις ως «πρόβλημα» ή «δυσκολία» και πως αν τη βαφτίσεις «πρόκληση»; Νομίζω πως, αν μη τι άλλο, μια πρόκληση αντιμετωπίζεται πιο εύκολα και δημιουργικά από ένα πρόβλημα, που λεκτικά κιόλας βαραίνει τη σκέψη.

Αντί να πούμε «δεν ξέρω», μπορούμε να πούμε «θα μάθω».

Αντί να σκεφτούμε «δεν μπορώ», μπορούμε να σκεφτούμε «θα προσπαθήσω».

Αντί να προβληματιστούμε «αν τα καταφέρω», μπορούμε να σκεφτούμε «όταν τα καταφέρω».

Αυτό εννοώ όταν λέω «θετική σκέψη, θετική λέξη».

Προσοχή! Τα «όχι» μας είναι σημαντικά. Ας μην τα δαιμονοποιούμε! Με τα «όχι» «χτίζεις καριέρα» που λένε. Με τα «όχι» φεύγεις από τοξικές καταστάσεις, αυτό προστατεύεσαι, επιλέγεις, προχωράς. Αλλά αυτά πρέπει αν είναι «όχι» σίγουρα κι αποφασισμένα, όχι βεβιασμένα. Δε λέω να τα αποφεύγουμε, απλώς να τα συνοδεύουμε μαζί μ’ αυτό που θέλουμε, μαζί με αυτά στα οποία λέμε «ναι». Για παράδειγμα, ας πούμε «δεν θέλω να απαξιώνουν τη δουλειά μου θέλω να αναγνωρίζεται η αξία μου και η ποιότητά μου».

Επίσης, υιοθετήσαμε λέξεις και φράσεις φόβου για το Θεό, για τη μοίρα, τη φύση, τις δυνάμεις: «αν θέλει ο Θεός», «αν όλα πάνε καλά», «καιρού επιτρέποντος», «αν είμαστε καλά»… Είναι καλό να μην δείχνουμε αλαζονεία, αλλά να σεβόμαστε όσα δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Ας δεχτούμε, όμως, πως ο σεβασμός μας σ’ αυτά είναι δεδομένος κι ας θέσουμε τους στόχους, τις υποχρεώσεις, τα ραντεβού μας στην οριστική έγκλιση.

Αντί «Θα τα πούμε αύριο, καιρού επιτρέποντος» ας πούμε «θα χαρώ να τα πούμε αύριο».

Και πραγματικά, θα χαρώ πολύ να τα πούμε ξανά!

4.7.24

Αντίο παππού, αντίο γιαγιά…

Πάνε σχεδόν τέσσερα χρόνια από το φευγιό του παππού και τρία από το φευγιό της γιαγιάς κι εγώ δυσκολεύομαι ακόμη να τους αποχαιρετήσω. Αμέλεια, αναισθησία, αδυναμία, δεν ξέρω. Ξέρω πως ακόμη δεν αισθάνομαι άνετα να βρίσκομαι στο σπίτι τους, να περνώ απ’ την αυλή τους.

Αλλά ας ξεκινήσω από την αρχή. Δεν ξέρω πως γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν. Εικάζω από τα λεγόμενα της γιαγιάς πως ήταν ένα προξενιό, από εκείνα που οι γονείς αποφάσιζαν όταν είχαν παιδιά της παντρειάς. Αγαπήθηκαν, όμως, κι έκαναν τέσσερα παιδιά μαζί, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Έζησαν μόνο τα αγόρια.

Η γιαγιά Αθηνά

Άνθρωπος πράος. Κορίτσι σεμνό και ήσυχο μέχρι την ύστατη στιγμή. Η Αθηνούλα – έτσι την έλεγαν όλοι στο χωριό μέχρι να φύγει για το στερνό ταξίδι. Τη θυμάμαι πάντα με τα γκρίζα της ίσια μαλλιά κομμένα σε ένα μακρύ καρέ, με δύο μαύρα τσιμπιδάκια να τα στερεώνει πίσω από το κάθε αυτί. Μπορούσε να κρίνει τους ανθρώπους κι ας μην εκμυστηρευόταν τις κρίσεις της σε κανέναν. Ακόμη στα χειρουργεία που έκανε πιο νέα, δεν ήθελε να επιβαρύνει κανέναν. Έμεινε για λίγο καιρό στο πατρικό μου μετά από ένα επώδυνο χειρουργείο στα γόνατα, μέχρι να μπορεί να αυτοεξυπηρετείται και να επιστρέψει στο σπίτι της και στη φροντίδα του παππού. Ξυπνούσε μέσα στη νύχτα – για την ακρίβεια κοιμόταν τη μέρα και ξυπνούσε τη νύχτα – και περπατούσε με το πι μέσα στο σπίτι για να θρέψει πιο γρήγορα το πόδι της και να επιστρέψει στο χωριό.

Τα παιδικά χρόνια: Μεγάλωσε σε μια οικογένεια φτωχή με πέντε παιδιά και δυνατότητα να μορφώσει μόνο ένα κορίτσι. Δεν ήταν η γιαγιά μου αυτό. Η γιαγιά εκπαιδεύτηκε από μικρή να πηγαίνει στα ζα (τα λιγοστά πρόβατα που είχε ο πατέρας της). Αποδέχτηκε τη μοίρα της – τις επιλογές των άλλων – και πορεύτηκε μ’ αυτές. Έπειτα ήρθε ο πόλεμος. Ισχυρός κι αμείλικτος. Έχασαν το σπίτι, την περιουσία, τα πάντα. Το χωριό κάηκε και η γιαγιά γύριζε τα βουνά και τα γειτονικά χωριά ελπίζοντας να ζήσει. Δεν μου μιλούσε ποτέ για αυτά τα χρόνια. Μόνο πως μια φορά κατάφερε να πάρει από σπίτι της, που το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί,  μια κουβέρτα στα κρυφά. Την είδαν, τη σταμάτησαν και μάλλον τη λυπήθηκαν και την άφησαν να φύγει.

Μετά τον πόλεμο και μην έχοντας τίποτα να πορευτεί την έστειλαν να μαθητεύσει μοδίστρα στο Μεγάλο Κάστρο. Ποτέ όμως δεν περηφανεύτηκε ούτε για την τέχνη της, ούτε για τα χρόνια που έζησε στην πόλη, κι ας ήταν από τους λίγους ανθρώπους του χωριού που κατάφεραν να ζήσουν στην πόλη. Έμαθε την τέχνη, δούλεψε σκληρά κι επέστρεψε στη μητέρα της, τη γιαγιά Στεφανιά, γυναίκα δυναμική και θαρραλέα. Της πήγαιναν υφάσματα οι χωριανές και τους έραβε ρούχα και φουστάνια. Τα κατάφερνε μάλλον γιατί της έδιναν κι άλλα υφάσματα. Αλλά ή ίδια δεν το αναγνώρισε ποτέ στο εαυτό της. Αντίθετα, μόλις παρέδιδε ένα φουστάνι, κλεινόταν στο σπίτι της. Δεν πήγαινε ούτε στην εκκλησία. Έστελνε τη μάνα της να δει αν φόρεσε η γυναίκα το φουστάνι κι αν της πήγαινε. Αν ήταν καλοραμμένο κι αν είχε ατέλειες. “Μάνα, το είδες; πως ήταν;” “μια χαρά ήταν, μωρή, τι ανησυχείς!”: ένας διάλογος που μάλλον επαναλαμβανόταν συχνά. Ντρεπόταν να βγεί, φοβόταν μην την κοροϊδεύουν. Μετά την πρώτη εμφάνιση του κάθε φουστανιού, έβγαινε ξανά στην κανονική ζωή.

Έραβε και τα δικά της μέχρι που της επέτρεπαν τα μάτια και τα χέρια της άνοιγε τη ραπτομηχανή κι επιδιόρθωνε τα ρούχα των παιδιών της, όπως όπως. Όπως ήξερε, όπως μπορούσε.

Το κόκκινο φουστάνι: Μα πως να μην ντρέπεται; και πως να μην φοβάται; έμαθε να μην σηκώνει το βλέμμα, να μη χορεύει, να μη γελάει για να μην προκαλέσει. Κάποτε είχε ράψει ένα κόκκινο φουστάνι για τον εαυτό της. Το φόρεσε σ’ ένα γλέντι στο χωριό και ένας ξάδερφός της την τράβηξε για χορό. Εκείνη σηκώθηκε χωρίς να το σκεφτεί. Το μετάνιωσε όμως τα επόμενα λεπτά που είδε την έκφραση του πατέρα της. Αμέσως μετά τιμωρήθηκε. Ένα δυνατό χαστούκι μπροστά σε όλο το χωριό. Ήταν, λέει, άτιμο να χορέψει και να χαρεί. Έχασε από τη σεμνότητά της. Αυτό ήταν. Δεν χόρεψε ξανά. Για πολλά χρόνια νόμιζα πως δεν ήξερε να χορεύει. Μέχρι που την είδα στο γάμο μου να χορεύει με όση δύναμη είχε, ηλικιωμένη πια.

Τα όνειρα: Πάντα έβλεπε όνειρα και αυτά την καθοδηγούσαν κάπως. Ή την φόβιζαν. Δεν ξέρω. Πολλές φορές, όμως, μας έπαιρνε τηλέφωνο απλώς για να ρωτήσει αν είμαστε όλοι καλά, γιατί απλώς είχε ένα κακό προαίσθημα, είδε ένα κακό όνειρο. Αργότερα με έπαιρνε και στο κινητό για αυτό το λόγο. Συνήθως δεν έπεφτε μέσα. Πότε όμως δε θέλησε να μου εξωτερικεύσει κανένα από τα όνειρά της. Λυπάμαι που δεν  την πίεσα να μου πει εκείνο το τελευταίο όνειρο, την τελευταία διαυγή Παρασκευή.

Τα σκουλαρίκια: Φορούσε πάντα τα λεπτά χρυσά σκουλαρίκια της, που έμοιαζαν με κυψέλες μέλισσας, με τη γαλαζοπράσινη πέτρα. Δεν τα έβγαζε ποτέ! Τόσο που οι τρύπες των αφτιών της είχαν μεγεθυνθεί! ήταν δώρο της πεθεράς της – που τα βρήκε εκείνη ποιος ξέρει… Όλο το χωριό τα γνώριζε και τα θαύμαζε, βλέποντάς τα να τα φορά πάντα με τα μαλλιά όμορφα τακτοποιημένα στερεωμένα με μαύρο τσιμπιδάκι πίσω απ’ τα αφτιά.

Τη ρωτούσαν σε ποια νύφη θα τα χαρίσει… Εκείνη είχε πει κάποτε πως θα τα έπαιρνε αυτή που θα της έκλεινε τα μάτια. Αυτό ήταν. Καμιά δεν ήθελε αυτό το ρόλο.

Μέχρι που κάποτε, σε μια επίσκεψή μου, δεν τα φορούσε. Τα είχε βγάλει λίγες μέρες και μάλλον έψαχνε ευκαιρία να μου τα δώσει. Με πήρε παράμερα και μου είπε «Θέλω να σου τα δώσω. Εσύ αρραβώνα δεν κάνεις για να σου τα δώσω τότε. Πάρε τα τώρα. Να έχεις την ευχή μου! Να τα φοράς! Λίγο πράγμα μα πολλή αγάπη!». Μάταια προσπάθησα να τη μεταπείσω. Ήξερα πως τα αγαπούσε πολύ. Χάρηκα πολύ, απίστευτα πολύ με το δώρο της! Αλλά ένιωσα μια θλίψη, γιατί θέλησε να τα αποχωριστεί; Άραγε, πλησιάζει το τέλος; Δεν έμαθα ποτέ.

Στην επόμενη επίσκεψή μου κοίταξε τα αφτιά μου. Δεν τα φορούσα. Της είπα πως τα φοράω σε επίσημες στιγμές κι εξόδους (κι έλεγα αλήθεια). Τότε μου έδωσε ένα ακόμη σπουδαίο μάθημα. «Η ζωή είναι μικρή! Να τα φοράς, να τα χαρείς! Δεν έχουν καμία αξία στο κουτί! Μην είσαι όπως εμένα που δεν φόρεσα ποτέ το κόκκινο φόρεμά μου για να περιμένω την επίσημη στιγμή». Κι είχε δίκιο. Έκτοτε τα φορώ σχεδόν πάντα! Έχουν γίνει το σήμα κατατεθέν μου… όπως υπήρξαν και το σήμα της γιαγιάς.

Ο παππούς Βασίλης

Ότι και να γράψω δεν μπορεί να αποτυπώσει την πολυπλοκότητα και το εύρος αυτού του αυθεντικού ανθρώπου. Ευσυγκίνητος, ευέξαπτος, δίκαιος και πολύ πολύ εργατικός! Τον θυμάμαι να καταγίνεται με τα γεωργικά εργαλεία του, να τα επισκευάζει και να τα προετοιμάζει αποβραδίς για να ξεκινήσει με το πρώτο φως του ήλιου για τον κάμπο με την τρίκυκλη μηχανή του. Ασχολούταν με τις ώρες στην αποθήκη με τα κρασιά του. Πιο νέος έφτιαχνε μόνος του καλάθια από καλάμια και ξύλα και φυσικά μικρές σκούπες για την αυλή και το σπίτι, τις «παρασύρες». Κάθε χρόνο προσπαθούσε και βοηθούσε στην κατασκευή των σταυρών που μοιράζει η εκκλησία την Κυριακή των Βαΐων. Γράμματα δεν ήξερε. Μεγάλος πια έμαθε να γράφει το όνομά του και να διαβάζει τα ονόματα για να παίρνει τηλέφωνο τα παιδιά του.

Η εκκλησία: Ίσως το πιο μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του παππού. Έμαθε να πιστεύει στο θεό και να εμπιστεύεται τους ιερείς από τόσο δα παιδάκι. Υπήρξε επίτροπος (δηλαδή βοηθός στην εκκλησία) για πολλά χρόνια, από τότε που τον θυμάμαι μέχρι που τον κρατούσαν τα πόδια του κι είχε τις απαραίτητες δυνάμεις να προσφέρει. Εννοείται εθελοντικά. Πάντα να προσφέρει στην εκκλησία κι ας μην ήθελε να δείχνει το φόβο και την αγάπη του ούτε στο θεό. Κάποτε ένας απατεώνας «παπάς» καταχράστηκε τις λιγοστές οικονομίες του, και τις δικές του και των άλλων επιτρόπων και του ναού. Μα, αυτή είναι μια ιστορία που ποτέ δεν τον άκουσα να τη διηγείται.

Κάποτε, πάλι, αρρώστησε σοβαρά ο μεγάλος του γιός. Ψηνόταν για μέρες στον πυρετό. Κανένα γιατροσόφι δεν έφερνε αποτέλεσμα. Το παιδί εξαντλημένο κι αδύναμο. Φοβήθηκαν πως θα το έχαναν. Τότε κατέφυγε στην τελευταία του ελπίδα ο παππούς, τα θεία. Ανέβηκε την ανηφορίτσα που χώριζε το σπίτι του από την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου και χτύπησε δυνατά την πόρτα του ναού. «Γείτονα» φώναξε «που είσαι; Χάνω το κοπέλι μου! Κάνε κάτι!». Δεν ξέρω αν προσευχήθηκε κι αν είπε κι άλλο στον Άγιο. Ξέρω μόνο, κι αυτό από δικές του διηγήσεις, πως όταν επέστρεψε στο σπίτι, το παιδί ήταν σαφώς καλύτερα. Χόρευε λέει πάνω στο κρεβάτι!

Η κατοχή: Ήταν παιδάκι μικρό όταν οι Γερμανοί άδειασαν το χωριό. Τα γυναικόπαιδα τα διέταξαν να φύγουν στα γειτονικά χωριά και από τους άνδρες διάλεξαν και σκότωσαν 30 πιο νέους και δυνατούς. Τους υπόλοιπους τους φυλάκισαν. Μα γι’ αυτή την ιστορία θα αφήσω γραφή τον Αύγουστο. Ο παππούς έζησε την προσφυγιά, το πένθος του χωριού, την ανάγκη να χτίσουν ξανά τα σπίτια τους και να ορθοποδήσουν. Κι αυτό τον επηρέασε βαθιά. Δάκρυζε κάθε φορά που θυμόταν την κατάντια και τις δυσκολίες τους. Δάκρυζε κάθε φορά που θυμόταν τον εαυτό του, παιδάκι να πηγαινοέρχεται με τα πόδια στην πόλη πουλώντας ξύλα για να μαζέψει ότι μπορούσε. Τελευταία φορά δάκρυσε γι’ αυτό στις 21 Αυγούστου 2019, τη μαύρη επέτειο του ολοκαυτώματος του χωριού. Η γεροντική άνοια, που δεν του επέτρεπε να γνωρίζει καλά καλά τα παιδιά του, φυσικά ούτε του επέτρεπε να διακρίνει τις μέρες, ούτε να κάνει το σταυρό του στην καμπάνα της εκκλησίας. Μα εκείνη τη μέρα έλεγε το μοιρολόι που είχε συνθέσει, όσα αποσπάσματα θυμόταν, κι έκλεγε. Το σώμα κι η ψυχή τελικά νίκησαν την αδυναμία του μυαλού.

Ο παππούς ποιητής:

Το ποίημα – μοιρολόι: Το ολοκαύτωμα του χωριού, ο πόνος και οι δυσκολίες της κατοχής τον οδήγησαν να συνθέσει όλη την ιστορία σε μαντινάδες, σε παραδοσιακά δίστιχα. Το έλεγε μόνος του ξανά και ξανά. Κι ήταν περήφανος γι’ αυτό. Ήταν ακόμη πιο περήφανος όταν τα παιδιά του το έδωσαν για πληκτρολόγηση.

Η στρατιωτική ζωή: Η καταστροφή της Δαμάστας δεν ήταν το μοναδικό του «έργο». Είχε συνθέσει πάλι με τη μορφή μαντινάδας όλη την ιστορία της στρατιωτικής του ζωής, τα μέρη στα οποία υπηρέτησε, τους ανθρώπους που γνώρισε, τα κατορθώματά του! Είχε φτιάξει με μεράκι ένα όμορφο χειροποίητο λεύκωμα και το είχε διακοσμήσει με τις λιγοστές στρατιωτικές φωτογραφίες του. Αυτές τις σελίδες είχα την τιμή να τις πληκτρολογήσω και να τις ψηφιοποιήσω εγώ, στον πρώτο μου υπολογιστή! Κι όσο καιρό έκανα να του επιστρέψω το πρωτότυπο είχε την αγωνία μην το χάσω. Η χαρά του αυτή τη φορά ήταν πολύ μεγάλη μόνο που είδε να επιστρέφει στα χέρια του το μικρό του λεύκωμα.

Στα χρόνια της Κόβιντ – 19: ή αλλιώς η αρχή του τέλους… Κλειστήκαμε σπίτια μας και δεν πηγαίναμε πουθενά. Φυσικά ούτε στο χωριό. Ευτυχώς πήγαιναν οι γονείς μου και μάθαινα νέα τους. Πλέον δυσκολευόντουσαν πολύ. Τα παιδιά της είχαν βρει μια γυναίκα να τους προσέχει, να τους φροντίζει. Ακατάλληλη. Κι ύστερα μια άλλη κι ύστερα μια άλλη. Δυστυχώς τα παιδιά τους δεν μπορούσαν να μείνουν εκεί. Ούτε και οι παππούδες να έρθουν στην πόλη. Θα επιδείνωνε την κατάστασή τους. Η γιαγιά αδυνάτιζε συνεχώς. Κι ο παππούς δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα. Νομίζω πως όταν τους επισκέφτηκα μετά την άρση της απαγόρευσης και ούσα έγκυος, ο άνθρωπος που αντίκρυσα, ελάχιστα μου θύμισε τον παππού. Εννοείται πως δε με γνώρισε. Ρωτούσε τα ίδια και τα ίδια και δεν είχε καν έλεγχο τον παρορμήσεών του. Μοιράστηκα τους προβληματισμούς με τον πατέρα μου. Κι εκεί ήρθε η μέγιστη απογοήτευση… Μου είπε πως ο νευρολόγος που τους εξέτασε συμπέρανε πως η κατάσταση της γιαγιάς είναι χειρότερη. Την κρατά όρθια και διαυγή η φροντίδα του παππού. Μόλις φύγει ο παππούς, ο γιατρός φοβάται πως θα αφεθεί κι εκείνη. Και δεν έκανε λάθος.

Δεν μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου για αυτή την απουσία μου τους μήνες της πρώτης καραντίνας.

Το φευγιό του παππού: Πολύ σύντομα ο παππούς έχασε περισσότερη δύναμη. Κοιμόταν πλέον σε κρεβάτι νοσοκομείου, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, ο προστάτης είχε προχωρήσει πολύ και με την άνοια ξεχνούσε πως φορά καθετήρα. Η μια μόλυνση ακολουθούσε την άλλη. Και στις 7 Ιουνίου 2020 έφυγε αθόρυβα. Ξεκουράστηκε η ψυχή και το σώμα του.

Ο τελευταίος χρόνος: Μετά το θάνατο του παππού, η γιαγιά άρχισε να γίνεται πιο υποτονική, πιο ήσυχη. Σαν να παραδινόταν. Τα ξύλινα παιχνίδια και πάζλ, που της είχε φέρει ο πατέρας μου, δεν βοηθούσαν καθόλου. Τα συμπληρώματα διατροφής απλώς την κρατούσαν όρθια. Χαιρόταν που μας έβλεπε αλλά πολλές φορές με ρώτησε για τα αδέρφια και τον σύντροφό μου. Πρόλαβε να γνωρίσει και τον δισέγγονό της!

Νομίζω η καλύτερη μέρα της ήταν ένα Σάββατο του Μάη. Καθόταν στην αυλή της ήσυχη, αμίλητη και σκεπτική, όταν εμφανιστήκαμε (εγώ με το σύντροφο και το γιό μου). Χάρηκε πολύ που μας είδε. «Μου φτιάξατε τη μέρα, μου δώσατε πολύ χαρά που ήρθατε!» και το εννοούσε. Είχε δει, λέει, ένα κακό όνειρο, πολύ άσχημο. Δεν θέλησε να το μοιραστεί μαζί μου. Απλώς απολάμβανε τη στιγμή και τα παιχνίδια με το μωρό. Τον αφήναμε να μπουσουλάει στην αυλή κι εκείνη χαιρόταν αλλά ανησυχούσε για την ασφάλειά του.

Δεν πέρασαν 6 μέρες και η γιαγιά λιποθύμησε. Εγκεφαλικό. Έμεινε 2 βδομάδες σχεδόν στο νοσοκομείο. Η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη. Επέστρεψε σπίτι κλινήρης και χωρίς πάντα επαφή με το περιβάλλον. Έφυγε κι αυτή το απόγευμα της 7ης Ιουνίου. Την ίδια μέρα που είχε φύγει κι ο παππούς ένα χρόνο πριν. Το πρωί έγινε το μνημόσυνο και το απόγευμα έφυγε και η γιαγιά. Μπορεί και να γνώριζε από πριν για το φευγιό της. Ίσως γι’ αυτό ήταν τόσο λυπημένη εκείνη την Παρασκευή του Μαΐου. Ίσως το κακό όνειρο που δε θέλησε να μου πει, της έλεγε το τέλος.

Μετά την κηδεία, ένα καλός φίλος του μπαμπά, μοιράστηκε ένα όνειρο που είδε το προηγούμενο βράδυ. Ήταν λέει ο πατέρας του, λίγο πριν συγχωρεμένος, κι άλλος ένας γείτονας επίσης συγχωρεμένος και καθόντουσαν στη δροσιά. Είδαν τον παππού να ανεβαίνει την ανηφόρα πηγαίνοντας προς το σπίτι του. Οι τρεις τους πέρα από γείτονες ήταν και φίλοι καλοί όσο ήταν στη ζωή. Τον κάλεσαν για να καθίσει μαζί τους κι εκείνος αρνήθηκε λέγοντας «αν δεν την πάρω μαζί μου απόψε, δε θα ηρεμήσω». Δεν το κατάλαβε τότε το όνειρο. Μόνο την επόμενη μέρα όταν έμαθε για το φευγιό της γιαγιάς μου, οπότε και το εξομολογήθηκε.

Μαζί στη ζωή και στο θάνατο. Μαζί στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα. Ακόμα και στην άνοια ήταν μαζί.

Αντίο γιαγιά, αντίο παππού.

 

4.5.24

Πάσχα το Ορθόδοξον! (;)

Δε συνηθίζω να εμπνέομαι από θρησκευτικές γιορτές για τις αναρτήσεις μου. Μα φέτος αισθάνομαι πιο πολύ από ποτέ την ανάγκη να γράψω για την ανάσταση. Οι σκέψεις μου, ίσως αν γίνουν λέξεις, πάρουν δύναμη και εξελιχθούν σε ευχή, σαν προσευχή.

Καθημερινά ακούμε εγκλήματα, φόνους, βία, εγκατάλειψη, φτώχεια, ρατσισμό. Άνθρωπος εναντίον ανθρώπου. Άνθρωπος εναντίον φύσης. Άνθρωπος εναντίον πάντων. Και μας είναι η πραγματικότητα τόσο οικεία πλέον που μιλάμε για νεκρούς σαν αριθμός στατιστικής. Πολύ συχνά αλλάζουμε κανάλι, σταθμό, «σκρολάρουμε» στην επόμενη είδηση ή διαφήμιση – ό,τι δείξει η οθόνη. Άλλωστε όλα γίνονται γρήγορα πια και τα πιο πολλά μας αφορούν μόνο όσο βρίσκονται μπροστά στην οθόνη μας ή αποτελούν το θέμα στη συζήτηση. Εκτός βέβαια και αν μας επηρεάζει άμεσα και στο μέγιστο βαθμό, αν (όπως θα λέγαμε) καίγεται … η γούνα μας. Τότε τα πράγματα είναι σοβαρά κι άδικα κι απάνθρωπα.

Κι όλα αυτά δεν είναι σκόρπιοι συνειρμοί για να γεμίσω τις γραμμές. Είναι οι αφορμίσεις μου καθημερινές και ποικίλες. Κι όλες έχουν μια συνιστώσα: την απώλεια της ανθρωπιάς μας. Έχουμε απωλέσει την ανθρωπιά μας όταν δεν αντιδρούμε στη βία που διαπράττεται δίπλα μας, σε κάθε είδους βία: βία στις γυναίκες, στο συνάνθρωπο, στον εργαζόμενο, στη φύση. Έχουμε απωλέσει την ανθρωπιά μας όταν ακούμε για νεκρούς ανθρώπους και παιδάκια στη Γάζα κι εμείς προχωράμε τη ζωή μας με ένα απλό σχόλιο δυσαρέσκειας ενίοτε κι οργής. Έχουμε απωλέσει την ανθρωπιά μας όταν εκμεταλλευόμαστε το συνάνθρωπο για να κερδίσουμε περισσότερα ή για να ανέβει το εγώ μας. Γινόμαστε σχεδόν συνένοχοι με αυτή μας την αδράνεια. Κι αυτό γιατί μοιάζει να ανεχόμαστε και αν όχι να επικροτούμε, να θεωρούμε «φυσιολογικές» τέτοιες δράσεις. Για αυτή την έλλειψη ανθρωπιάς μιλώ.

Κι όλα αυτά λαμβάνουν χώρα και παράλληλα με τους εορτασμούς του ορθόδοξου Πάσχα. Μα για ποια ανάσταση μιλούμε; Ποια ανάσταση γιορτάζουμε; Ο Ιησούς θυσιάστηκε κι αναστήθηκε για να μας διδάξει αυτά; Νόμιζα άλλα πράγματα πρεσβεύει η ορθοδοξία.

Και τι κάνουμε για όλα αυτά; Κρίνουμε, δικάζουμε μεταφορικά και κυριολεκτικά κι ενίοτε ορίζουμε ποινές, που όμως δεν εφαρμόζονται. Ας μην μιλήσω για την πολιτική και τους πολιτικούς … Άς σταθώ σε εμάς, τους απλούς πολίτες. Δηλαδή, φαίνεται να περιμένουμε έναν Μεσσία να μας βρει λύσεις ή ακόμη καλύτερα ένα ξόρκι σαν τον Χάρυ Πότερ για να λυθούν όλα μαγικά. Νομίζουμε πως με αυστηρές ποινές και πρόστιμα θα λύσουμε το πρόβλημα. Μα εδώ πεθαίνουν άνθρωποι σωματικά και ψυχικά. Τους σκοτώνουμε κάθε μέρα ξανά και ξανά, κάποιοι από εμάς με τη δράση τους κι άλλοι με την αδράνεια. Ακόμα και τους νεκρούς μας σκοτώνουμε ξανά. Δεν μαθαίνουμε απ’ τα λάθη μας, δεν δικαιώνουμε τη μνήμη τους, δεν κατηγορούμε τους φονιάδες τους. Καμιά ανάσταση δε βλέπω. Ζόφο βλέπω. Έρεβος βαθύ.

Κι αν θέλησα να βάλω σε λέξεις τις σκέψεις μου είναι γιατί η αισιόδοξη φύση μου ακόμη ψάχνει το φως. Το φως της Ανάστασης! Το φως της ανθρωπιάς! Αυτή είναι η πρόθεσή μου: Μια ευχή για ανάσταση ψυχής, πνεύματος, ανθρωπιάς. Μια ευχή να βρούμε τον άνθρωπο μέσα μας, να αναγνωρίσουμε τον άνθρωπο δίπλα μας, κι όπως είχε γράψει και ο μεγάλος δάσκαλος Γ. Γραμματικάκης ίσως «αισθανθούμε λίγο πιο άξιοι έποικοι της γης».

 

29.1.24

Life coaching και “ζήσε το όνειρό σου!”

 



Νέα τάση στη σύγχρονη φιλοσοφία/ κοσμοθεωρία  και ταυτόχρονα νέο «επάγγελμα» αποτελεί η «προπονητική ζωής», όπως είναι η ελληνική ορολογία, ή αλλιώς Life coaching

Όμως, που βασίζεται; Ποια ανάγκη δημιούργησε αυτή την πρακτική; Ποιες είναι οι αιτίες; Τι πρέπει να σπουδάσεις για να βοηθήσεις κάποιον να βρει το δρόμο του; Ερωτήματα στα οποία δεν έχω απαντήσεις. Σκέψεις μόνο καταθέτω. Ούτε ψέγω, ούτε επαινώ. Ούτε κατακρίνω, ούτε επιδοκιμάζω.

Όλο και περισσότεροι άνθρωποι σήμερα αισθάνονται ματαιωμένοι. Θλιμμένοι με τη δουλειά τους, απογοητευμένοι από τον κόπο που καταβάλουν και τις πενιχρές αποδοχές τους, κουρασμένοι από τις υποχωρήσεις που υποχρεώνονται να κάνουν, αποκαρδιωμένοι από τα όνειρα που έβαλαν «στην ντουλάπα» επιδιώκοντας ένα πιο ασφαλές μέλλον κι αδικημένοι που παρά τις καλές σπουδές, τα προσόντα και την υπερεργασία τους δεν λαμβάνουν καμία ικανοποίηση ούτε αναγνώριση της προσφοράς τους.

Σημεία του καιρού, θα μου πεις. Κατάφορη αδικία θα πω εγώ, συγκρίνοντας είτε με τους «προνομιούχους» γόνους πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων, είτε με τους συμπολίτες ίδιας οικονομικής «κάστας» σε άλλες χώρες του εξωτερικού όχι πλουσιότερες από τη δική μας. (Άλλη κουβέντα αυτή… θα επανέλθω σε επόμενο πόστ).

Κι επειδή όπως λέει κ ο σοφός λαός «ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά πιάνεται», σε τέτοιες καταστάσεις έρχεται ένα άρθρο, ένα podcast, μια επιστημονική θεωρία, μια διαφήμιση και σου προτείνει να δοκιμάσεις να αλλάξεις τη ζωή που δε σε ικανοποιεί με κάτι άλλο. "Να δοκιμάσεις να μεθοδεύσεις το όνειρό σου και να το υλοποιήσεις". Ένα σωρό ιστορίες ονείρου καθημερινών ανθρώπων κάθε ηλικίας, που έγιναν πραγματικότητα, προβάλλονται.

 Ποιος από εμάς δεν θα δοκίμαζε να αλλάξει τη ζωή του αν του υποσχόντουσαν μια πρακτική, μια μέθοδο «εγγυημένη» έναντι κάποιων ευρώ (); Τι έχει να χάσει; Άλλωστε, η καθημερινότητα που περιέγραψα δεν αντιστοιχεί σε παροχές, ούτε σε ασφάλεια ή ικανοποίηση.

Εκεί έρχεται ο «life coach», ο άνθρωπος που αυτοπροβάλλεται σαν βοηθός σου και «προπονητής» σου στο ταξίδι για την καλύτερη ζωή. Με συμβουλές, βιβλία, οπτικοακουστικό υλικό, τεχνικές και καθημερινές πρακτικές φιλοδοξεί να σε βοηθήσει να πετύχεις το στόχο σου. Μπορεί και να τα καταφέρει. Δεν ξέρω. Μπορεί και να το δοκίμαζα.

Σίγουρα, όμως, πιστεύω περισσότερο στη δύναμη της θέλησης, της καθημερινής προσπάθειας και δράσης (“όχι λόγια, έργα” που έλεγε και μια παλιά πολιτική καμπάνια) και πάρα πολύ στη δύναμη της αυτογνωσίας που έρχεται με την ενδοσκόπιση και την ψυχανάλυση.  Αν με ρωτάς, αν μπορούσα να απενδύσω στον άνθρωπο, θα επένδυα στην επιστήμη της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης, για καλύτερη σχέση με τον εαυτό μας και με τους άλλους, για οριοθέτηση του εγώ και των τοξικών εγώ που θα θελήσουν να μου επιβληθούν. Νομίζω ότι θα έπρεπε να μας συνταγογραφείται η ψυχανάλυση, τακτικά κι ίσως και υποχρεωτικά. Τουλάχιστον έτσι θα μάθουμε να σεβόμαστε τον εαυτό μας και να πιστεύσουμε στη δύναμη και στο όνειρό μας. Μπορεί, έτσι, και να το υλοποιήσουμε 😉

 

17.1.24

Περί μνημείων ο λόγος…

 














Υπάρχουν δύο κυρίαρχες οπτικές στην Ελλάδα για τα μνημεία. Η πρώτη επιβάλλει τον ιερό σεβασμό τους ως στοιχεία πολιτισμού και πολιτιστικής κληρονομιάς. Επιτάσσει την απομάκρυνση από αυτά οποιουδήποτε δεν έχει λόγο να βρίσκεται εκεί ή δεν έχει πληρώσει αντίτιμο. Βεβαιώνει πρόστιμα σε παρεμβάσεις σε αυτά και αποθαρρύνει κάθε προσπάθεια προσέγγισής τους. Η δεύτερη οπτική επιδιώκει την αξιοποίηση τους από τη σύγχρονη κοινωνία και αποβλέπει στην μετουσίωσή τους σε «επικερδή» επιχείρηση, προτείνοντας, μάλιστα, την ιδιωτικοποίηση της εκμετάλλευσή τους για πιο αποτελεσματική κερδοφορία και διατήρησή τους. «Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται[1].» όπως γράφει και ο ποιητής.

Κάθε οπτική έχει τα επιχειρήματά της επιχειρήματα που εξυπηρετούν την εκάστοτε πρόθεση. Το ζήτημα είναι εμείς τι θέλουμε. Ποια είναι η δική μας πρόθεση και στόχευση; Θέλουμε μνημεία πολιτισμού σεβαστά ιερά με κίνδυνο να γίνουν χώροι απόμακροι κι εγκαταλελειμμένοι αλλά με λιγότερες πιθανότητες διαφοροποίησης και βανδαλισμού τους, ενδεχομένως; Θέλουμε μνημεία – επιχειρήσεις που ακολουθούν το ρεύμα της μόδας και γίνονται χώρος εκδηλώσεων διασκέδασης κι επιδείξεων μόδας; Η μήπως επιζητούμε κάτι άλλο;

Πριν καταθέσω τη δική μου θέση και προβληματισμό θα ήθελα να μοιραστώ τις σκέψεις μου με αφορμή ένα πρόσφατο ταξίδι μου. Με τα ταξίδια «ξεκουράζεται» η ψυχή κι «ανοίγει» το μυαλό! Ένα τέτοιο ταξίδι αποτελεί και τη δική μου έμπνευση κι αφορμή για τον προβληματισμό αυτό.

Βελιγράδι! Μεγάλη βαλκανική πόλη με πλούσια ιστορία και απίστευτη σύγχρονη ζωή! Παρόλο που έχει καταστραφεί 44 φορές στην ιστορία της, πάντα ξαναχτίζεται κι οργανώνεται πιο δυναμική. Σημαντικό αξιοθέατο στην πόλη αυτή αποτελεί το κάστρο και οχυρό Kalemegdan στο κέντρο της. Από το 1870 (λίγο μετά την απελευθέρωσή τους από τους Οθωμανούς) οι Σέρβοι δημιούργησαν ένα υπέροχο πάρκο πολιτισμού στο κέντρο της πόλης. Πρόκειται για το δημοφιλές Kalemegdan! Στο πάρκο αυτό έχουν δημιουργηθεί όμορφοι και καθαροί χώροι περιπάτου, ζωολογικός κήπος, πολεμικό μουσείο (υπαίθριο και στεγασμένο), μουσείο δασονομίας και κυνηγιού, παιδικό πάρκο με ομοιώματα δεινοσαύρων, σύγχρονη παιδική χαρά, παγκάκια με θέα αλλά και παγκάκια σύγχρονα – φορτιστές με ηλιακή ενέργεια, μνημείο ευγνωμοσύνης προς τιμήν των Γάλλων που βοήθησαν τους Σέρβους στον Α΄ Παγκ. Πόλεμο, μνημείο ίδρυσης του σέρβικου μπάσκετ, έχουν τοποθετηθεί σύγχρονα αγάλματα σε πλατείες,  γήπεδα μπάσκετ και τένις, αναψυκτήριο, αίθουσα με λαογραφικά στοιχεία και τοπικές φορεσιές, μαγαζί με χάρτες αναγεννησιακούς, μέχρι και πάρκο με φοίνικες (τους οποίους σκεπάζουν και τυλίγουν το χειμώνα για να τους προστατεύσουν)! Είναι ένα «ζωντανό» μνημείο! Τόσο οι πολίτες όσο και οι επισκέπτες της πόλης το επισκέπτονται καθημερινά για περπάτημα, τρέξιμο, άθληση, βόλτα με τα κατοικίδια, βόλτα με τα παιδάκια ή και τους φίλους τους. Οι νέοι «αράζουν» εκεί θαυμάζοντας τη θέα.

Επιστροφή στο Ηράκλειο! Πόλη “δημοκρατική”, σύμφωνα με την θρυλική επιγραφή στην είσοδο της πόλης από το λιμάνι. Πόλη των αντιθέσεων, πόλη της καρδιά μας! Μια πόλη με πλούσια ιστορία, μνημεία από όλες τις εποχές της ιστορίας της, δυναμικό πληθυσμό αλλά συνάμα με περίσσεια “ημιμάθειας”, “υπεροψίας” κι “ωχαδερφισμού”. Έχουμε μνημεία αλλά προτιμούμε να χορταριάζουν και να γεμίζουν σκουπίδια από ανθρώπους και περιττώματα ζώων από το να λειτουργούν υπαίθρια αναψυκτήρια. Έχουμε υπέροχα ενετικά τείχη και τάφρο που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για περίπατο και προτιμούμε να γίνονται “παράνομο πάρκινγκ και χώρος διακίνησης ουσιών, από το να είναι επισκέψιμα. Δεν μπορώ να μην κάνω λόγο και για το βανδαλισμό τους από αθλητικά και όχι μόνο συνθήματα, δείγμα έλλειψης παιδείας και στοιχειώδους ευγένειας.

Δεν θέλω να είμαι άδικη. Τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί υπέροχοι χώροι τεχνών κι εκθέσεις στις χαμηλές πλατείες των τειχών: υπέροχες συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις στα Κηποθέατρα, θερινός δημοτικός κινηματογράφος στην πύλη Βηθλεέμ και λιγοστές εκδηλώσεις στη χαμηλή πλατεία του προμαχώνα Παντοκράτορα και στην πύλη Βιτούρι. Έχουμε και την έκθεση στη στοά Μακάσι με την δική της ιστορία και την έκθεση της ταινίας Ελ Γκρέκο, αλλά αυτά σπάνια είναι ανοιχτά και προσβάσιμα.

Που θέλω να καταλήξω; Αγαπώ την πόλη μας και ξέρω πως δεν είμαι η μόνη. Το Κ.Κ.Θ.[2], θεσμός αγαπημένος για πολλούς συμπολίτες μας, έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό. Με πονάει, λοιπόν, να βλέπω όμορφες γωνιές της να παρακμάζουν και μνημεία να βανδαλίζονται από αφίσες και συνθήματα. Δε θα μπορούσαμε κι εμείς να αναδείξουμε τα μνημεία μας; τις όμορφες γωνιές μας; να δημιουργήσουμε σε αυτά χώρους αναψυχής και χρήσης τους από τους δημότες αλλά και τους επισκέπτες; Θα ήταν όμορφο οι ένοικοι της πόλης προσωρινοί ή μόνιμοι να χαίρονται τη διαμονή τους σ’ αυτήν να περπατούν και να ζουν “τα μνημεία” να τους ξαναδίνουν ζωή με την παρουσία τους και να γνωρίζουν την ιστορία τους και την αξία τους στο χρόνο. Πάντα, όμως, με σεβασμό στην αξία και την ιστορία τους. Άραγε, έτσι, και οι επόμενες γενιές δε θα δείξουν σεβασμό προς αυτά.

 Τι θέλω να γίνει; το αυτονόητο! Να τα αγαπήσουμε όλοι μας και να μεταδώσουμε στα παιδιά μας την αγάπη μας αυτή. Να αγαπήσουν με τη σειρά τους την πόλη ώστε να την φροντίζουν μεγαλώνοντας.

Πως θα γίνει; Νομίζω πως αν τα μνημεία και οι χώροι αυτοί γίνουν μέρος της καθημερινότητάς μας, θα τα γνωρίσουμε καλύτερα. Θα τα νιώσουμε «σπίτι» μας, «κληρονομιά» μας! Θα επιδιώκουμε να τα προστατεύσουμε και να τα διατηρήσουμε. Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό θα παίξει η παιδεία, με προγράμματα σχολικά και μουσειο-παιδαγωγικής, με δραστηριότητες σχολικές εκτός σχολείου, με φροντίδα από το δήμο και τα δημοτικά διαμερίσματα και τους πολιτιστικούς κι εξωραϊστικούς συλλόγους, με εκδηλώσεις γνωριμίας.



[1] Από το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη «Στα 200 π.Χ.»

[2] Το κυνήγι Κρυμμένου Θησαυρού έχει δημιουργήσει μια κοινωνία πολιτών που αγαπούν την πόλη, μελετούν και «παίζουν» μαθαίνοντας κρυμμένα και φανερά μνημεία της πόλης.

22.12.23

περι τεχνητής νοημοσύνης

 Μελετώντας για την τεχνητή νοημοσύνη στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού προγράμματος είχα μια μαγική συνάντηση! ένα βίντεο με αγαπημένο συγγραφέα της εφηβικής μου ηλικίας, το Μάνο Κοντολέων. Παραθέτω την πηγή ως μια αφόρμηση για σκέψη και ρποβληματισμό... Κρίμα να μην μπορώ να το διαμοιράσω και σε περισσότερους ανθρώπους...

19.10.23

για την υγεία

 

Η υγεία και η περίθαλψη αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα. Θα έπρεπε να είναι αυτονόητο και κεκτημένο αγαθό. Δεν είναι. Είσαι άρρωστος; χρειάζεσαι γιατρό; Δεν είμαι πολύ σίγουρη ότι θα βρεις ραντεβού τακτικό πρωινό ή έστω απογευματινό (με χρέωση) στα δημόσια νοσοκομεία του Ηρακλείου. Απλως δεν βρίσκεις.

Και τους τελευταίους μήνες η κατάσταση ολοένα επιδεινώνεται. Και πλέον “έφτασε ο κόμπος στο χτένι” που λέει κ η παροιμία. Σήμερα, 18/10/ 2023, πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το Βενιζέλειο νοσοκομείο, ενώ στη συνέχεια οι συμμετέχοντες πραγματοποίησαν πορεία προς το κέντρο του Ηρακλείου, καταλήγοντας στην Πλατεία Ελευθερίας. Πρόκειται για μια διαδρομή τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων, την οποία ακολούθησε πλήθος πολιτών που ζητούσε το αυτονόητο: τη δημόσια υγεία. Για του λόγου το αληθές επισυνάπτω σύνδέσμους από ειδησεογραφικές ιστοσελίδες που αποτυπώνουν με εικόνες και βίντεο το γεγονός (εδώ) και περισσότερες πληροφορίες (εδώ).  

Είχε συμμετοχή μεγάλη για τη βολεμένη εποχή μας. Λέγαμε μεταξύ μας πως αν δεν υπήρχε συμμετοχή και κινητοποίηση για ένα τέτοιο θέμα, τότε για ποιο άλλο θα μπορούσε να υπάρξει. “Αν δε βγούμε στο δρόμο για την υγεία, τότε τι περιμένουμε;”

Όχι δεν είχε όση συμμετοχή έπρεπε. Τα καταστήματα ήταν ανοιχτα, οι αγρότες απόντες, πολλοί εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και ελεύθεροι επαγγελματίες ήταν επίσης απόντες.

-          Μα αν δεν υπερασπισούμε το γιατρό μας, τους συμπολίτες μας, τον συνάθρωπό μας, όταν θα κινδυνεύσουμε εμείς, δεν θα έχει μείνει κανείς να μας υπερασπιστεί.

Θετική σκέψη, θετική λέξη, θετική στάση Ή αλλιώς: ένας οδηγός για θετική ζωή

  Αισιόδοξη από πάντα, φύσει και θέσει, δεν δέχομαι το ρεαλιστικό μεν αλλά κακό φινάλε της ιστορίας. Ωστόσο, δεν ήμουν πάντα τυχερή και δεν ...