Πάνε σχεδόν τέσσερα χρόνια από το φευγιό του παππού και τρία από το φευγιό της γιαγιάς κι εγώ δυσκολεύομαι ακόμη να τους αποχαιρετήσω. Αμέλεια, αναισθησία, αδυναμία, δεν ξέρω. Ξέρω πως ακόμη δεν αισθάνομαι άνετα να βρίσκομαι στο σπίτι τους, να περνώ απ’ την αυλή τους.
Αλλά ας ξεκινήσω
από την αρχή. Δεν ξέρω πως γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν. Εικάζω από τα λεγόμενα
της γιαγιάς πως ήταν ένα προξενιό, από εκείνα που οι γονείς αποφάσιζαν όταν είχαν
παιδιά της παντρειάς. Αγαπήθηκαν, όμως, κι έκαναν τέσσερα παιδιά μαζί, τρία
αγόρια κι ένα κορίτσι. Έζησαν μόνο τα αγόρια.
Η γιαγιά
Αθηνά
Άνθρωπος πράος.
Κορίτσι σεμνό και ήσυχο μέχρι την ύστατη στιγμή. Η Αθηνούλα – έτσι την έλεγαν
όλοι στο χωριό μέχρι να φύγει για το στερνό ταξίδι. Τη θυμάμαι πάντα με τα
γκρίζα της ίσια μαλλιά κομμένα σε ένα μακρύ καρέ, με δύο μαύρα τσιμπιδάκια να
τα στερεώνει πίσω από το κάθε αυτί. Μπορούσε να κρίνει τους ανθρώπους κι ας μην
εκμυστηρευόταν τις κρίσεις της σε κανέναν. Ακόμη στα χειρουργεία που έκανε πιο
νέα, δεν ήθελε να επιβαρύνει κανέναν. Έμεινε για λίγο καιρό στο πατρικό μου
μετά από ένα επώδυνο χειρουργείο στα γόνατα, μέχρι να μπορεί να
αυτοεξυπηρετείται και να επιστρέψει στο σπίτι της και στη φροντίδα του παππού.
Ξυπνούσε μέσα στη νύχτα – για την ακρίβεια κοιμόταν τη μέρα και ξυπνούσε τη
νύχτα – και περπατούσε με το πι μέσα στο σπίτι για να θρέψει πιο γρήγορα το
πόδι της και να επιστρέψει στο χωριό.
Τα παιδικά
χρόνια: Μεγάλωσε σε
μια οικογένεια φτωχή με πέντε παιδιά και δυνατότητα να μορφώσει μόνο ένα κορίτσι.
Δεν ήταν η γιαγιά μου αυτό. Η γιαγιά εκπαιδεύτηκε από μικρή να πηγαίνει στα ζα
(τα λιγοστά πρόβατα που είχε ο πατέρας της). Αποδέχτηκε τη μοίρα της – τις επιλογές
των άλλων – και πορεύτηκε μ’ αυτές. Έπειτα ήρθε ο πόλεμος. Ισχυρός κι
αμείλικτος. Έχασαν το σπίτι, την περιουσία, τα πάντα. Το χωριό κάηκε και η
γιαγιά γύριζε τα βουνά και τα γειτονικά χωριά ελπίζοντας να ζήσει. Δεν μου
μιλούσε ποτέ για αυτά τα χρόνια. Μόνο πως μια φορά κατάφερε να πάρει από σπίτι
της, που το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί, μια
κουβέρτα στα κρυφά. Την είδαν, τη σταμάτησαν και μάλλον τη λυπήθηκαν και την
άφησαν να φύγει.
Μετά τον πόλεμο
και μην έχοντας τίποτα να πορευτεί την έστειλαν να μαθητεύσει μοδίστρα στο
Μεγάλο Κάστρο. Ποτέ όμως δεν περηφανεύτηκε ούτε για την τέχνη της, ούτε για τα
χρόνια που έζησε στην πόλη, κι ας ήταν από τους λίγους ανθρώπους του χωριού που
κατάφεραν να ζήσουν στην πόλη. Έμαθε την τέχνη, δούλεψε σκληρά κι επέστρεψε στη
μητέρα της, τη γιαγιά Στεφανιά, γυναίκα δυναμική και θαρραλέα. Της πήγαιναν
υφάσματα οι χωριανές και τους έραβε ρούχα και φουστάνια. Τα κατάφερνε μάλλον
γιατί της έδιναν κι άλλα υφάσματα. Αλλά ή ίδια δεν το αναγνώρισε ποτέ στο εαυτό
της. Αντίθετα, μόλις παρέδιδε ένα φουστάνι, κλεινόταν στο σπίτι της. Δεν
πήγαινε ούτε στην εκκλησία. Έστελνε τη μάνα της να δει αν φόρεσε η γυναίκα το
φουστάνι κι αν της πήγαινε. Αν ήταν καλοραμμένο κι αν είχε ατέλειες. “Μάνα, το
είδες; πως ήταν;” “μια χαρά ήταν, μωρή, τι ανησυχείς!”: ένας διάλογος που
μάλλον επαναλαμβανόταν συχνά. Ντρεπόταν να βγεί, φοβόταν μην την κοροϊδεύουν.
Μετά την πρώτη εμφάνιση του κάθε φουστανιού, έβγαινε ξανά στην κανονική ζωή.
Έραβε και τα δικά
της μέχρι που της επέτρεπαν τα μάτια και τα χέρια της άνοιγε τη ραπτομηχανή κι
επιδιόρθωνε τα ρούχα των παιδιών της, όπως όπως. Όπως ήξερε, όπως μπορούσε.
Το κόκκινο
φουστάνι: Μα πως να
μην ντρέπεται; και πως να μην φοβάται; έμαθε να μην σηκώνει το βλέμμα, να μη
χορεύει, να μη γελάει για να μην προκαλέσει. Κάποτε είχε ράψει ένα κόκκινο
φουστάνι για τον εαυτό της. Το φόρεσε σ’ ένα γλέντι στο χωριό και ένας ξάδερφός
της την τράβηξε για χορό. Εκείνη σηκώθηκε χωρίς να το σκεφτεί. Το μετάνιωσε
όμως τα επόμενα λεπτά που είδε την έκφραση του πατέρα της. Αμέσως μετά
τιμωρήθηκε. Ένα δυνατό χαστούκι μπροστά σε όλο το χωριό. Ήταν, λέει, άτιμο να
χορέψει και να χαρεί. Έχασε από τη σεμνότητά της. Αυτό ήταν. Δεν χόρεψε ξανά.
Για πολλά χρόνια νόμιζα πως δεν ήξερε να χορεύει. Μέχρι που την είδα στο γάμο
μου να χορεύει με όση δύναμη είχε, ηλικιωμένη πια.
Τα όνειρα: Πάντα έβλεπε όνειρα και αυτά την
καθοδηγούσαν κάπως. Ή την φόβιζαν. Δεν ξέρω. Πολλές φορές, όμως, μας έπαιρνε
τηλέφωνο απλώς για να ρωτήσει αν είμαστε όλοι καλά, γιατί απλώς είχε ένα κακό
προαίσθημα, είδε ένα κακό όνειρο. Αργότερα με έπαιρνε και στο κινητό για αυτό
το λόγο. Συνήθως δεν έπεφτε μέσα. Πότε όμως δε θέλησε να μου εξωτερικεύσει
κανένα από τα όνειρά της. Λυπάμαι που δεν
την πίεσα να μου πει εκείνο το τελευταίο όνειρο, την τελευταία διαυγή Παρασκευή.
Τα
σκουλαρίκια: Φορούσε
πάντα τα λεπτά χρυσά σκουλαρίκια της, που έμοιαζαν με κυψέλες μέλισσας, με τη
γαλαζοπράσινη πέτρα. Δεν τα έβγαζε ποτέ! Τόσο που οι τρύπες των αφτιών της
είχαν μεγεθυνθεί! ήταν δώρο της πεθεράς της – που τα βρήκε εκείνη ποιος ξέρει…
Όλο το χωριό τα γνώριζε και τα θαύμαζε, βλέποντάς τα να τα φορά πάντα με τα
μαλλιά όμορφα τακτοποιημένα στερεωμένα με μαύρο τσιμπιδάκι πίσω απ’ τα αφτιά.
Τη ρωτούσαν σε
ποια νύφη θα τα χαρίσει… Εκείνη είχε πει κάποτε πως θα τα έπαιρνε αυτή που θα
της έκλεινε τα μάτια. Αυτό ήταν. Καμιά δεν ήθελε αυτό το ρόλο.
Μέχρι που κάποτε,
σε μια επίσκεψή μου, δεν τα φορούσε. Τα είχε βγάλει λίγες μέρες και μάλλον
έψαχνε ευκαιρία να μου τα δώσει. Με πήρε παράμερα και μου είπε «Θέλω να σου τα
δώσω. Εσύ αρραβώνα δεν κάνεις για να σου τα δώσω τότε. Πάρε τα τώρα. Να έχεις
την ευχή μου! Να τα φοράς! Λίγο πράγμα μα πολλή αγάπη!». Μάταια προσπάθησα να
τη μεταπείσω. Ήξερα πως τα αγαπούσε πολύ. Χάρηκα πολύ, απίστευτα πολύ με το
δώρο της! Αλλά ένιωσα μια θλίψη, γιατί θέλησε να τα αποχωριστεί; Άραγε,
πλησιάζει το τέλος; Δεν έμαθα ποτέ.
Στην επόμενη
επίσκεψή μου κοίταξε τα αφτιά μου. Δεν τα φορούσα. Της είπα πως τα φοράω σε
επίσημες στιγμές κι εξόδους (κι έλεγα αλήθεια). Τότε μου έδωσε ένα ακόμη
σπουδαίο μάθημα. «Η ζωή είναι μικρή! Να τα φοράς, να τα χαρείς! Δεν έχουν καμία
αξία στο κουτί! Μην είσαι όπως εμένα που δεν φόρεσα ποτέ το κόκκινο φόρεμά μου
για να περιμένω την επίσημη στιγμή». Κι είχε δίκιο. Έκτοτε τα φορώ σχεδόν
πάντα! Έχουν γίνει το σήμα κατατεθέν μου… όπως υπήρξαν και το σήμα της γιαγιάς.
Ο παππούς
Βασίλης
Ότι και να γράψω
δεν μπορεί να αποτυπώσει την πολυπλοκότητα και το εύρος αυτού του αυθεντικού
ανθρώπου. Ευσυγκίνητος, ευέξαπτος, δίκαιος και πολύ πολύ εργατικός! Τον θυμάμαι
να καταγίνεται με τα γεωργικά εργαλεία του, να τα επισκευάζει και να τα
προετοιμάζει αποβραδίς για να ξεκινήσει με το πρώτο φως του ήλιου για τον κάμπο
με την τρίκυκλη μηχανή του. Ασχολούταν με τις ώρες στην αποθήκη με τα κρασιά
του. Πιο νέος έφτιαχνε μόνος του καλάθια από καλάμια και ξύλα και φυσικά μικρές
σκούπες για την αυλή και το σπίτι, τις «παρασύρες». Κάθε χρόνο προσπαθούσε και
βοηθούσε στην κατασκευή των σταυρών που μοιράζει η εκκλησία την Κυριακή των
Βαΐων. Γράμματα δεν ήξερε. Μεγάλος πια έμαθε να γράφει το όνομά του και να
διαβάζει τα ονόματα για να παίρνει τηλέφωνο τα παιδιά του.
Η εκκλησία: Ίσως το πιο μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του
παππού. Έμαθε να πιστεύει στο θεό και να εμπιστεύεται τους ιερείς από τόσο δα
παιδάκι. Υπήρξε επίτροπος (δηλαδή βοηθός στην εκκλησία) για πολλά χρόνια, από
τότε που τον θυμάμαι μέχρι που τον κρατούσαν τα πόδια του κι είχε τις
απαραίτητες δυνάμεις να προσφέρει. Εννοείται εθελοντικά. Πάντα να προσφέρει
στην εκκλησία κι ας μην ήθελε να δείχνει το φόβο και την αγάπη του ούτε στο
θεό. Κάποτε ένας απατεώνας «παπάς» καταχράστηκε τις λιγοστές οικονομίες του,
και τις δικές του και των άλλων επιτρόπων και του ναού. Μα, αυτή είναι μια
ιστορία που ποτέ δεν τον άκουσα να τη διηγείται.
Κάποτε, πάλι,
αρρώστησε σοβαρά ο μεγάλος του γιός. Ψηνόταν για μέρες στον πυρετό. Κανένα
γιατροσόφι δεν έφερνε αποτέλεσμα. Το παιδί εξαντλημένο κι αδύναμο. Φοβήθηκαν
πως θα το έχαναν. Τότε κατέφυγε στην τελευταία του ελπίδα ο παππούς, τα θεία.
Ανέβηκε την ανηφορίτσα που χώριζε το σπίτι του από την εκκλησία του Αγίου
Αντωνίου και χτύπησε δυνατά την πόρτα του ναού. «Γείτονα» φώναξε «που είσαι;
Χάνω το κοπέλι μου! Κάνε κάτι!». Δεν ξέρω αν προσευχήθηκε κι αν είπε κι άλλο
στον Άγιο. Ξέρω μόνο, κι αυτό από δικές του διηγήσεις, πως όταν επέστρεψε στο
σπίτι, το παιδί ήταν σαφώς καλύτερα. Χόρευε λέει πάνω στο κρεβάτι!
Η κατοχή: Ήταν παιδάκι μικρό όταν οι Γερμανοί
άδειασαν το χωριό. Τα γυναικόπαιδα τα διέταξαν να φύγουν στα γειτονικά χωριά
και από τους άνδρες διάλεξαν και σκότωσαν 30 πιο νέους και δυνατούς. Τους
υπόλοιπους τους φυλάκισαν. Μα γι’ αυτή την ιστορία θα αφήσω γραφή τον Αύγουστο.
Ο παππούς έζησε την προσφυγιά, το πένθος του χωριού, την ανάγκη να χτίσουν ξανά
τα σπίτια τους και να ορθοποδήσουν. Κι αυτό τον επηρέασε βαθιά. Δάκρυζε κάθε
φορά που θυμόταν την κατάντια και τις δυσκολίες τους. Δάκρυζε κάθε φορά που θυμόταν
τον εαυτό του, παιδάκι να πηγαινοέρχεται με τα πόδια στην πόλη πουλώντας ξύλα
για να μαζέψει ότι μπορούσε. Τελευταία φορά δάκρυσε γι’ αυτό στις 21 Αυγούστου
2019, τη μαύρη επέτειο του ολοκαυτώματος του χωριού. Η γεροντική άνοια, που δεν
του επέτρεπε να γνωρίζει καλά καλά τα παιδιά του, φυσικά ούτε του επέτρεπε να
διακρίνει τις μέρες, ούτε να κάνει το σταυρό του στην καμπάνα της εκκλησίας. Μα
εκείνη τη μέρα έλεγε το μοιρολόι που είχε συνθέσει, όσα αποσπάσματα θυμόταν, κι
έκλεγε. Το σώμα κι η ψυχή τελικά νίκησαν την αδυναμία του μυαλού.
Ο παππούς
ποιητής:
Το ποίημα –
μοιρολόι: Το
ολοκαύτωμα του χωριού, ο πόνος και οι δυσκολίες της κατοχής τον οδήγησαν να συνθέσει
όλη την ιστορία σε μαντινάδες, σε παραδοσιακά δίστιχα. Το έλεγε μόνος του ξανά
και ξανά. Κι ήταν περήφανος γι’ αυτό. Ήταν ακόμη πιο περήφανος όταν τα παιδιά
του το έδωσαν για πληκτρολόγηση.
Η
στρατιωτική ζωή: Η
καταστροφή της Δαμάστας δεν ήταν το μοναδικό του «έργο». Είχε συνθέσει πάλι με
τη μορφή μαντινάδας όλη την ιστορία της στρατιωτικής του ζωής, τα μέρη στα
οποία υπηρέτησε, τους ανθρώπους που γνώρισε, τα κατορθώματά του! Είχε φτιάξει
με μεράκι ένα όμορφο χειροποίητο λεύκωμα και το είχε διακοσμήσει με τις
λιγοστές στρατιωτικές φωτογραφίες του. Αυτές τις σελίδες είχα την τιμή να τις
πληκτρολογήσω και να τις ψηφιοποιήσω εγώ, στον πρώτο μου υπολογιστή! Κι όσο
καιρό έκανα να του επιστρέψω το πρωτότυπο είχε την αγωνία μην το χάσω. Η χαρά
του αυτή τη φορά ήταν πολύ μεγάλη μόνο που είδε να επιστρέφει στα χέρια του το
μικρό του λεύκωμα.
Στα χρόνια
της Κόβιντ – 19: ή
αλλιώς η αρχή του τέλους… Κλειστήκαμε σπίτια μας και δεν πηγαίναμε πουθενά.
Φυσικά ούτε στο χωριό. Ευτυχώς πήγαιναν οι γονείς μου και μάθαινα νέα τους.
Πλέον δυσκολευόντουσαν πολύ. Τα παιδιά της είχαν βρει μια γυναίκα να τους
προσέχει, να τους φροντίζει. Ακατάλληλη. Κι ύστερα μια άλλη κι ύστερα μια άλλη.
Δυστυχώς τα παιδιά τους δεν μπορούσαν να μείνουν εκεί. Ούτε και οι παππούδες να
έρθουν στην πόλη. Θα επιδείνωνε την κατάστασή τους. Η γιαγιά αδυνάτιζε συνεχώς.
Κι ο παππούς δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα. Νομίζω πως όταν τους επισκέφτηκα μετά
την άρση της απαγόρευσης και ούσα έγκυος, ο άνθρωπος που αντίκρυσα, ελάχιστα
μου θύμισε τον παππού. Εννοείται πως δε με γνώρισε. Ρωτούσε τα ίδια και τα ίδια
και δεν είχε καν έλεγχο τον παρορμήσεών του. Μοιράστηκα τους προβληματισμούς με
τον πατέρα μου. Κι εκεί ήρθε η μέγιστη απογοήτευση… Μου είπε πως ο νευρολόγος
που τους εξέτασε συμπέρανε πως η κατάσταση της γιαγιάς είναι χειρότερη. Την
κρατά όρθια και διαυγή η φροντίδα του παππού. Μόλις φύγει ο παππούς, ο γιατρός
φοβάται πως θα αφεθεί κι εκείνη. Και δεν έκανε λάθος.
Δεν μπορώ να
συγχωρήσω τον εαυτό μου για αυτή την απουσία μου τους μήνες της πρώτης
καραντίνας.
Το φευγιό
του παππού: Πολύ σύντομα ο παππούς έχασε περισσότερη
δύναμη. Κοιμόταν πλέον σε κρεβάτι νοσοκομείου, δεν μπορούσε να
αυτοεξυπηρετηθεί, ο προστάτης είχε προχωρήσει πολύ και με την άνοια ξεχνούσε
πως φορά καθετήρα. Η μια μόλυνση ακολουθούσε την άλλη. Και στις 7 Ιουνίου 2020
έφυγε αθόρυβα. Ξεκουράστηκε η ψυχή και το σώμα του.
Ο
τελευταίος χρόνος:
Μετά το θάνατο του παππού, η γιαγιά άρχισε να γίνεται πιο υποτονική, πιο ήσυχη.
Σαν να παραδινόταν. Τα ξύλινα παιχνίδια και πάζλ, που της είχε φέρει ο πατέρας
μου, δεν βοηθούσαν καθόλου. Τα συμπληρώματα διατροφής απλώς την κρατούσαν
όρθια. Χαιρόταν που μας έβλεπε αλλά πολλές φορές με ρώτησε για τα αδέρφια και
τον σύντροφό μου. Πρόλαβε να γνωρίσει και τον δισέγγονό της!
Νομίζω η καλύτερη
μέρα της ήταν ένα Σάββατο του Μάη. Καθόταν στην αυλή της ήσυχη, αμίλητη και
σκεπτική, όταν εμφανιστήκαμε (εγώ με το σύντροφο και το γιό μου). Χάρηκε πολύ
που μας είδε. «Μου φτιάξατε τη μέρα, μου δώσατε πολύ χαρά που ήρθατε!» και το
εννοούσε. Είχε δει, λέει, ένα κακό όνειρο, πολύ άσχημο. Δεν θέλησε να το
μοιραστεί μαζί μου. Απλώς απολάμβανε τη στιγμή και τα παιχνίδια με το μωρό. Τον
αφήναμε να μπουσουλάει στην αυλή κι εκείνη χαιρόταν αλλά ανησυχούσε για την
ασφάλειά του.
Δεν πέρασαν 6
μέρες και η γιαγιά λιποθύμησε. Εγκεφαλικό. Έμεινε 2 βδομάδες σχεδόν στο
νοσοκομείο. Η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη. Επέστρεψε σπίτι κλινήρης και χωρίς
πάντα επαφή με το περιβάλλον. Έφυγε κι αυτή το απόγευμα της 7ης Ιουνίου.
Την ίδια μέρα που είχε φύγει κι ο παππούς ένα χρόνο πριν. Το πρωί έγινε το
μνημόσυνο και το απόγευμα έφυγε και η γιαγιά. Μπορεί και να γνώριζε από πριν
για το φευγιό της. Ίσως γι’ αυτό ήταν τόσο λυπημένη εκείνη την Παρασκευή του Μαΐου.
Ίσως το κακό όνειρο που δε θέλησε να μου πει, της έλεγε το τέλος.
Μετά την κηδεία,
ένα καλός φίλος του μπαμπά, μοιράστηκε ένα όνειρο που είδε το προηγούμενο βράδυ.
Ήταν λέει ο πατέρας του, λίγο πριν συγχωρεμένος, κι άλλος ένας γείτονας επίσης συγχωρεμένος
και καθόντουσαν στη δροσιά. Είδαν τον παππού να ανεβαίνει την ανηφόρα πηγαίνοντας
προς το σπίτι του. Οι τρεις τους πέρα από γείτονες ήταν και φίλοι καλοί όσο ήταν
στη ζωή. Τον κάλεσαν για να καθίσει μαζί τους κι εκείνος αρνήθηκε λέγοντας «αν
δεν την πάρω μαζί μου απόψε, δε θα ηρεμήσω». Δεν το κατάλαβε τότε το όνειρο. Μόνο
την επόμενη μέρα όταν έμαθε για το φευγιό της γιαγιάς μου, οπότε και το
εξομολογήθηκε.
Μαζί στη ζωή και
στο θάνατο. Μαζί στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα. Ακόμα και στην άνοια ήταν
μαζί.
Αντίο γιαγιά,
αντίο παππού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου